Η Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831 ξημέρωσε ολόφωτη στο φθινοπωρινό Ναύπλιο. Η παλιά αρχοντική πολιτεία, που θυμίζει ιταλική πόλη του νότου, απλώνεται κάτω από τη σκιά του Παλαμηδίου και κατηφορίζει ως την παραλία μαλακά, με στενά γραφικά δρομάκια, ψηλά τρίπατα σπίτια και χαρακτηριστικά μπαλκόνια που βλέπουν κατά τη θάλασσα. Ολόκληρη η πολιτεία, που αποτέλεσε τον πολιτικό εγκέφαλο της Ελληνικής Επαναστάσεως και τώρα αποτελεί την έδρα του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, είναι βουτηγμένη στον λαμπερό ήλιο που αντανακλάται στα έντονα χρώματα των σπιτιών της.
Η ώρα ήταν περίπου έξι το πρωί, όταν ακούστηκε η μικρή καμπάνα του Αγίου Σπυρίδωνα, στα δυτικά του βράχου του Ιτς-Καλέ, να σκορπίζει τον αδύνατο και τρυφερό ήχο της στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του πρωινού. Κυριακή σήμερα. Η λειτουργία, σε λίγο θ' αρχίσει. Ο ήχος της καμπάνας τρύπωσε μέσα στο ασκητικό δωμάτιο του κυβερνήτη Καποδίστρια. Σύμφωνα με τη συνήθειά του είχε σηκωθεί αξημέρωτα και εργαζόταν στο γραφείο του, δίπλα στο κρεβάτι του. Η καμπάνα τον συνέφερε από τους λογισμούς του.
«Κυριακή, σήμερα», ψιθύρισε. Και άρχισε να ετοιμάζεται για να κατηφορίσει προς το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, το αφιερωμένο στο συμπατριώτη του Κερκυραίο άγιο, για την πρωινή λειτουργία. Ήταν τακτικώτατος σ' αυτή του τη συνήθεια και ποτέ δεν παρέλειπε να εκκλησιάζεται τις Κυριακές.
Βγήκε στην πόρτα. Ο σωματοφύλακάς του Γιώργος Κοζώνης, βετεράνος του Αγώνα του 21, που είχε χάσει το ένα χέρι του στα πεδία των μαχών, περίμενε στην πόρτα για να συνοδεύσει τον κυβερνήτη στην εκκλησία. Του ήταν αφοσιωμένος ως το θάνατο και, κατά κάποιο τρόπο, αποτελούσε τη σκιά του Καποδίστρια. Για περισσότερη ασφάλεια ο μονόχειρας αγωνιστής έπαιρνε πάντα μαζί του κι έναν στρατιώτη. Λέοντας ήταν τ' όνομά του στρατιώτη, κι ήταν κι αυτός, εξ ίσου αφοσιωμένος στον κυβερνήτη. Τον τελευταίο καιρό ο Κοζώνης είχε εντείνει την επαγρύπνησή του. Από παντού ακούγονταν ψίθυροι εναντίον του κυβερνήτη και μάλιστα απειλές κατά της ζωής του. Η αντιδικία του με τους Μαυρομιχαλαίους ήταν γνωστή σ' όλο το Ναύπλιο. Και οι Μανιάτες αυτοί, νικλιάνοι (οι Μανιάτες φεουδάρχες), μέλη της πιο ισχυρής φάρας της Μάνης, είχαν απεριόριστη δύναμη, που δεν μπορούσε να την καταφρονύσει ο καθένας, αφού ήταν κιόλας κοινό μυστικό ότι πίσω τους κρύβονταν οι δύο από τις τρεις "προστάτιδες δυνάμεις" της Ελλάδας, η Αγγλία και η Γαλλία, σε αντίθεση με τη Ρωσία, η οποία συμπαραστεκόταν στον παλιό της βοηθό-υπουργό των εξωτερικών Ιωάννη Καποδίστρια, τον προσεπικαλούμενο «Ρώσο ανθύπατο»...
Εννέα μήνες πριν ο Καποδίστριας είχε την τόλμη να συγκρουσθεί με τους Μαυρομιχαλαίους, συλλαμβάνοντας το γενάρχη τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και ρίχνοντάς τον στο φρούριο του Ιτς-Καλέ με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για υποκίνηση σε στάση κατά του Κυβερνήτη.
Όταν μαθεύτηκε στη Μάνη ότι ο Πετρόμπεης κλείστηκε στη φυλακή, έτρεξε στο Ναύπλιο ο αδελφός του Κωνσταντίνος για να φροντίσει για την απελευθέρωση του υπόδικου. Μάταιες οι προσπάθειες, ακόμη και της μάνας του Πετρόμπεη, που ήταν κοντά ενενήντα χρονών. Στην αρχή η γριά Μαυρομιχαλιάνισσα είχε πείσει τον Καποδίστρια να δεχτεί το γιο της σε συνομιλία. Πράγματι η συνάντηση ορίστηκε για τις 26 Σεπτεμβρίου στο σπίτι του κυβερνήτη, παρουσία και του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ.
Αλλά η συνάντηση εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Καποδίστριας το πρωί εκείνης της ημέρα, έτυχε να διαβάσει στον "Ταχυδρόμο του Λονδίνου", ένα άρθρο, στο οποίο κατακρινόταν σφοδρά η πολιτική του. Το άρθρο τον εξαγρίωσε και όταν η φρουρά του Ιτς-Καλέ έφερε δέσμιο στο σπίτι του τον Πετρόμπεη για την προαποφασισμένη συνάντηση, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τον δεχτεί.
Ο Πετρόμπεης ένοιωσε βαριά ταπεινωμένος. Υπέθεσε ότι τον έβγαλαν δέσμιο και υπό φρούρηση, για να τον διασύρουν με το πήγαινε-έλα μέσα στην πόλη με τις αλυσίδες στα χέρια, σαν κοινό κακούργο. Φτάνοντας και πάλι στη φυλακή, παρακάλεσε τους φρουρούς του να τον περάσουν μπροστά από το σπίτι όπου κατοικούσαν ο γιος του Γιώργης και ο αδελφός του Κωνσταντίνος.
Κάτω από τα παράθυρα ο γέροντας, με φωνή που έτρεμε από την οργή, φώναξε:
-Γεια σας, μωρέ σεις παιδιά!
Πρώτος ο Γιώργης ανεγνώρισε τη φωνή του πατέρα του. Όρμησε στο παράθυρο και κρεμιέται από το πρεβάζι.
-Τι κάνεις; τον ρωτούν ανήσυχοι και οι δύο.
-Τα βλέπετε! απαντά ο Πετρόμπεης.
Οι δύο αυτές λέξεις ήταν το έναυσμα για να μεταδοθεί η οργή του στους δύο άλλους. Από κείνη τη στιγμή στη συνείδησή τους γράφτηκε η απόφαση: Θα τελειώνουν με τον Καποδίστρια!..
Ο κυβερνήτης, ξεκίνησε, καθώς είδαμε από το σπίτι του με τη συνοδεία του σωματοφύλακά του Κοζώνη και του στρατιώτη Λέοντα. Κατηφόριζε το στενό. Σχεδόν απέναντι ήταν η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Σ' ένα σημείο του δρόμου συναπαντήθηκε με τους δύο Μαυρομιχαλαίους, θείο και ανιψιό. Ήταν λαμπροφορεμένοι, λες και πήγαιναν σε μεγάλη γιορτή. Έρχονταν πίσω του και τραβούσαν κι αυτοί για την εκκλησία. Προσπερνώντας, τον χαιρέτησαν με ευλάβεια και σεβασμό και ο Καποδίστριας τους ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Προχώρησαν και πριν ο κυβερνήτης φτάσει στην εκκλησία, πήραν θέση στην είσοδο, ο ένας από δω κι ο άλλος από κει. Αντίκρυ τους στέκονταν δύο αστυνομικοί, εντεταλμένοι για την παρακολούθηση των υπόπτων αντικαποδιστριακών: οι Γιάννης Καραγγιάννης και Α. Γιώργης.
Οι δύο αστυνομικοί ήταν μυημένοι στη συνωμοσία. Ο Καραγιάννης, που παρακολουθούσε στενά επί σαράντα μέρες τους δύο Μαυρομιχαλαίους, είχε τελικά συνταχθεί με το μέρος τους και υποσχέθηκε να βοηθήσει μ' όλες του τις δυνάμεις στην "εξόντωση του τυράννου". Ο άλλος, ο Α. Γιώργης, παρακολουθούσε αμέτοχος τη σκηνή.
Ο Καποδίστριας, πρέπει να σημειωθεί, ήταν ειδοποιημένος ότι κινδύνευε η ζωή του. Τον είχε ειδοποιήσει ο Πάνος Ράγκος, κοινός φίλος αυτού και του Γιώργη Μαυρομιχάλη. Ο τελευταίος είχε μηνύσει στον Καποδίστρια με το Ράγκο ότι θα τον σκότωνε για την προσβολή που έκανε στον πατέρα του. Ο Καποδίστριας, ακούγοντας την απειλή, είχε γελάσει.
-Αυτά είναι κουβέντες, είπε. Πες του ότι αν με σκοτώσουν, θα σκοτώσουν μαζί μου και την πατρίδα!
Ενώ δεν πίστευε κατά βάθος ότι οι Μαυρομιχαλαίοι θα πραγμάτωναν τελικά την απειλή τους, όταν τους είδε στημένους στους παραστάτες της πόρτας ένοιωσε ταραχή και σίγουρα θα πέρασε από το νου του η απειλή που του είχε διαβιβασθεί με το Ράγκο. Για μια στιγμή δίστασε να προχωρήσει προς την εκκλησία και οι αυτόπτες μάρτυρες τον είδαν να στρέφει τα μάτια του προς το σπίτι τους υπουργού των στρατιωτικών Ροδίου, που βρισκόταν εκεί κοντά. Του πέρασε, ίσως, η ιδέα να ζητήσει προστασία κάτω από τη στέγη του σπιτιού του υπουργού του. Ο δισταγμός του, όμως, ήταν στιγμιαίος. Αποβάλλοντας τη δειλία, προχώρησε να μπει στην εκκλησία, ανεβαίνοντας τις λίγες σκάλες της εισόδου.
Και τότε, τα πάντα εξελίχθηκαν αστραπιαία. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και ο αστυνομικός Καραγιάννης τραβάνε τα πιστόλια τους και πυροβολούν τον κυβερνήτη. Η σφαίρα του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τον πετυχαίνει πίσω στο κεφάλι, ενώ του Καραγιάννη αστοχεί και σφηνώνεται στον παραστάτη της πόρτας. Καθώς ο κυβερνήτης χτυπημένος προχωρεί παραπαίοντας, ορμά ο Γιώργης Μαυρομιχάλης και με μαχαίρι τον χτυπά δυο φορές στην κοιλιά. Ο Καποδίστριας πέφτει νεκρός στο μοναδικό χέρι του Κοζώνη. Αυτός αφήνει ήρεμα το σώμα του νεκρού κυβερνήτη και καταδιώκει τους δολοφόνους.
Ο Κωνσταντίνος τρέχει μπροστά του. Αρχίζει να τον πυροβολεί και μια σφαίρα τον πετυχαίνει ξέφαλτσα. Στο μεταξύ δεκάδες άντρες και γυναίκες από το εκκλησίασμα άρχισαν με φωνές και κατάρες να καταδιώκουν τους δολοφόνους. Τη στιγμή εκείνη βγαίνει ο στρατηγός Φωτομάρας στο παράθυρο του σπιτιού του, σημαδεύει τον Κωνσταντίνο, καθώς τρέχει να ξεφύγει και τον ρίχνει στο έδαφος βαριά χτυπημένο. Τρέχουν οι πολίτες και καθώς ο δολοφόνος είναι πεσμένος στο έδαφος, αρχίζουν να τον κλοτσούν και να τον βρίζουν.
Μισοπεθαμένος ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης ικετεύει να τον σκοτώσουν μια και καλή!
-Μη με λερώνετε, βρε παιδιά, ψιθυρίζει. Δεν βρίσκεται κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με μια πιστολιά;
Δεν χρειάστηκε να παρακαλέσει πολύ. Μια εξιλαστήρια σφαίρα τον πέτυχε καίρια και τον άφησε νεκρό. Όμως η οργή των πολιτών ξέσπασε ακόμα και πάνω στο πτώμα του. Το έσυραν ως την πλατεία του πλατάνου και το πέταξαν στη θάλασσα από τα τείχη του κάτω φρουρίου.
Η ώρα ήταν περίπου έξι το πρωί, όταν ακούστηκε η μικρή καμπάνα του Αγίου Σπυρίδωνα, στα δυτικά του βράχου του Ιτς-Καλέ, να σκορπίζει τον αδύνατο και τρυφερό ήχο της στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του πρωινού. Κυριακή σήμερα. Η λειτουργία, σε λίγο θ' αρχίσει. Ο ήχος της καμπάνας τρύπωσε μέσα στο ασκητικό δωμάτιο του κυβερνήτη Καποδίστρια. Σύμφωνα με τη συνήθειά του είχε σηκωθεί αξημέρωτα και εργαζόταν στο γραφείο του, δίπλα στο κρεβάτι του. Η καμπάνα τον συνέφερε από τους λογισμούς του.
«Κυριακή, σήμερα», ψιθύρισε. Και άρχισε να ετοιμάζεται για να κατηφορίσει προς το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα, το αφιερωμένο στο συμπατριώτη του Κερκυραίο άγιο, για την πρωινή λειτουργία. Ήταν τακτικώτατος σ' αυτή του τη συνήθεια και ποτέ δεν παρέλειπε να εκκλησιάζεται τις Κυριακές.
Εννέα μήνες πριν ο Καποδίστριας είχε την τόλμη να συγκρουσθεί με τους Μαυρομιχαλαίους, συλλαμβάνοντας το γενάρχη τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και ρίχνοντάς τον στο φρούριο του Ιτς-Καλέ με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για υποκίνηση σε στάση κατά του Κυβερνήτη.
Όταν μαθεύτηκε στη Μάνη ότι ο Πετρόμπεης κλείστηκε στη φυλακή, έτρεξε στο Ναύπλιο ο αδελφός του Κωνσταντίνος για να φροντίσει για την απελευθέρωση του υπόδικου. Μάταιες οι προσπάθειες, ακόμη και της μάνας του Πετρόμπεη, που ήταν κοντά ενενήντα χρονών. Στην αρχή η γριά Μαυρομιχαλιάνισσα είχε πείσει τον Καποδίστρια να δεχτεί το γιο της σε συνομιλία. Πράγματι η συνάντηση ορίστηκε για τις 26 Σεπτεμβρίου στο σπίτι του κυβερνήτη, παρουσία και του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ.
Αλλά η συνάντηση εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Καποδίστριας το πρωί εκείνης της ημέρα, έτυχε να διαβάσει στον "Ταχυδρόμο του Λονδίνου", ένα άρθρο, στο οποίο κατακρινόταν σφοδρά η πολιτική του. Το άρθρο τον εξαγρίωσε και όταν η φρουρά του Ιτς-Καλέ έφερε δέσμιο στο σπίτι του τον Πετρόμπεη για την προαποφασισμένη συνάντηση, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τον δεχτεί.
Ο Πετρόμπεης ένοιωσε βαριά ταπεινωμένος. Υπέθεσε ότι τον έβγαλαν δέσμιο και υπό φρούρηση, για να τον διασύρουν με το πήγαινε-έλα μέσα στην πόλη με τις αλυσίδες στα χέρια, σαν κοινό κακούργο. Φτάνοντας και πάλι στη φυλακή, παρακάλεσε τους φρουρούς του να τον περάσουν μπροστά από το σπίτι όπου κατοικούσαν ο γιος του Γιώργης και ο αδελφός του Κωνσταντίνος.
Κάτω από τα παράθυρα ο γέροντας, με φωνή που έτρεμε από την οργή, φώναξε:
-Γεια σας, μωρέ σεις παιδιά!
Πρώτος ο Γιώργης ανεγνώρισε τη φωνή του πατέρα του. Όρμησε στο παράθυρο και κρεμιέται από το πρεβάζι.
-Τι κάνεις; τον ρωτούν ανήσυχοι και οι δύο.
-Τα βλέπετε! απαντά ο Πετρόμπεης.
Οι δύο αυτές λέξεις ήταν το έναυσμα για να μεταδοθεί η οργή του στους δύο άλλους. Από κείνη τη στιγμή στη συνείδησή τους γράφτηκε η απόφαση: Θα τελειώνουν με τον Καποδίστρια!..
Ο κυβερνήτης, ξεκίνησε, καθώς είδαμε από το σπίτι του με τη συνοδεία του σωματοφύλακά του Κοζώνη και του στρατιώτη Λέοντα. Κατηφόριζε το στενό. Σχεδόν απέναντι ήταν η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Σ' ένα σημείο του δρόμου συναπαντήθηκε με τους δύο Μαυρομιχαλαίους, θείο και ανιψιό. Ήταν λαμπροφορεμένοι, λες και πήγαιναν σε μεγάλη γιορτή. Έρχονταν πίσω του και τραβούσαν κι αυτοί για την εκκλησία. Προσπερνώντας, τον χαιρέτησαν με ευλάβεια και σεβασμό και ο Καποδίστριας τους ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Προχώρησαν και πριν ο κυβερνήτης φτάσει στην εκκλησία, πήραν θέση στην είσοδο, ο ένας από δω κι ο άλλος από κει. Αντίκρυ τους στέκονταν δύο αστυνομικοί, εντεταλμένοι για την παρακολούθηση των υπόπτων αντικαποδιστριακών: οι Γιάννης Καραγγιάννης και Α. Γιώργης.
Οι δύο αστυνομικοί ήταν μυημένοι στη συνωμοσία. Ο Καραγιάννης, που παρακολουθούσε στενά επί σαράντα μέρες τους δύο Μαυρομιχαλαίους, είχε τελικά συνταχθεί με το μέρος τους και υποσχέθηκε να βοηθήσει μ' όλες του τις δυνάμεις στην "εξόντωση του τυράννου". Ο άλλος, ο Α. Γιώργης, παρακολουθούσε αμέτοχος τη σκηνή.
Ο Καποδίστριας, πρέπει να σημειωθεί, ήταν ειδοποιημένος ότι κινδύνευε η ζωή του. Τον είχε ειδοποιήσει ο Πάνος Ράγκος, κοινός φίλος αυτού και του Γιώργη Μαυρομιχάλη. Ο τελευταίος είχε μηνύσει στον Καποδίστρια με το Ράγκο ότι θα τον σκότωνε για την προσβολή που έκανε στον πατέρα του. Ο Καποδίστριας, ακούγοντας την απειλή, είχε γελάσει.
-Αυτά είναι κουβέντες, είπε. Πες του ότι αν με σκοτώσουν, θα σκοτώσουν μαζί μου και την πατρίδα!
Ενώ δεν πίστευε κατά βάθος ότι οι Μαυρομιχαλαίοι θα πραγμάτωναν τελικά την απειλή τους, όταν τους είδε στημένους στους παραστάτες της πόρτας ένοιωσε ταραχή και σίγουρα θα πέρασε από το νου του η απειλή που του είχε διαβιβασθεί με το Ράγκο. Για μια στιγμή δίστασε να προχωρήσει προς την εκκλησία και οι αυτόπτες μάρτυρες τον είδαν να στρέφει τα μάτια του προς το σπίτι τους υπουργού των στρατιωτικών Ροδίου, που βρισκόταν εκεί κοντά. Του πέρασε, ίσως, η ιδέα να ζητήσει προστασία κάτω από τη στέγη του σπιτιού του υπουργού του. Ο δισταγμός του, όμως, ήταν στιγμιαίος. Αποβάλλοντας τη δειλία, προχώρησε να μπει στην εκκλησία, ανεβαίνοντας τις λίγες σκάλες της εισόδου.
Και τότε, τα πάντα εξελίχθηκαν αστραπιαία. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και ο αστυνομικός Καραγιάννης τραβάνε τα πιστόλια τους και πυροβολούν τον κυβερνήτη. Η σφαίρα του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τον πετυχαίνει πίσω στο κεφάλι, ενώ του Καραγιάννη αστοχεί και σφηνώνεται στον παραστάτη της πόρτας. Καθώς ο κυβερνήτης χτυπημένος προχωρεί παραπαίοντας, ορμά ο Γιώργης Μαυρομιχάλης και με μαχαίρι τον χτυπά δυο φορές στην κοιλιά. Ο Καποδίστριας πέφτει νεκρός στο μοναδικό χέρι του Κοζώνη. Αυτός αφήνει ήρεμα το σώμα του νεκρού κυβερνήτη και καταδιώκει τους δολοφόνους.
Ο Κωνσταντίνος τρέχει μπροστά του. Αρχίζει να τον πυροβολεί και μια σφαίρα τον πετυχαίνει ξέφαλτσα. Στο μεταξύ δεκάδες άντρες και γυναίκες από το εκκλησίασμα άρχισαν με φωνές και κατάρες να καταδιώκουν τους δολοφόνους. Τη στιγμή εκείνη βγαίνει ο στρατηγός Φωτομάρας στο παράθυρο του σπιτιού του, σημαδεύει τον Κωνσταντίνο, καθώς τρέχει να ξεφύγει και τον ρίχνει στο έδαφος βαριά χτυπημένο. Τρέχουν οι πολίτες και καθώς ο δολοφόνος είναι πεσμένος στο έδαφος, αρχίζουν να τον κλοτσούν και να τον βρίζουν.
Μισοπεθαμένος ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης ικετεύει να τον σκοτώσουν μια και καλή!
-Μη με λερώνετε, βρε παιδιά, ψιθυρίζει. Δεν βρίσκεται κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με μια πιστολιά;
Δεν χρειάστηκε να παρακαλέσει πολύ. Μια εξιλαστήρια σφαίρα τον πέτυχε καίρια και τον άφησε νεκρό. Όμως η οργή των πολιτών ξέσπασε ακόμα και πάνω στο πτώμα του. Το έσυραν ως την πλατεία του πλατάνου και το πέταξαν στη θάλασσα από τα τείχη του κάτω φρουρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου