Κερκυραία Εβραία, ορφανή, που μιλούσε θαυμάσια την Ελληνική γλώσσα, ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να γνωρίσει τους συγγενείς της και νυμφεύθηκε τον ξάδελφό της Μπένυ Σελόν. Ο σύζυγός της ήταν γυρολόγος. Από το γάμο τους γεννήθηκε γιος, αλλά έξι έτη μετά τη γέννησή του πέθανε ο σύζυγός της και έμεινε χήρα. Αυτή βασανιζόταν όμως για να αναθρέψει το καχεκτικό τέκνο της, λόγω της κληρονομηθείσας πατρικής ασθενείας.
Μόλις ο γιος της έγινε δέκα ετών, άρχισε το επάγγελμα του πατρός του, κατόρθωνε μάλιστα έτσι να κερδίζει λίγα χρήματα και να βοηθά την μητέρα του. Αλλά οι κόποι, οι στενοχώριες, οι στερήσεις και η κληρονομιά της συζυγικής ασθένειας, την είχαν καταβάλει τόσο, ώστε μετά από μικρό διάστημα να πεθάνει και αυτή.
Ο νέος έμεινε μόνος του, συνεχίζοντας το επάγγελμα του γυρολόγου, είχε όμως μανία καὶ μεγάλη αγάπη προς τη θάλασσα όπου ψάρευε τις ώρες της αργίας του. Μόλις έγινε δεκαέξι ετών άρχισε να σκέφτεται ότι θα υπηρετήσει στρατιώτης και δεν έπαυσε να απεργάζεται πως θα δραπετεύσει από τη Θεσσαλονίκη για να αποφύγει την στράτευσή του στους Τούρκους, και δεν άργησε να παρουσιασθεί ευκαιρία.
Στη Θεσσαλονίκη παρέμενε ένα καΐκι Βατικιώτικο, του οποίου ο μούτσος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε. Ο νέος έπεισε τον πλοίαρχο να τον παραλάβει ως μούτσο σε αντικατάσταση του αποθανόντος. Πράγματι ο πλοίαρχος τον παρέλαβε και ανεχώρησε λάθρα από τη Θεσσαλονίκη.
Κατά το μέχρι τον Πειραιά ταξίδι το οποίο διήρκεσε πολλούς μήνες, λόγω των πολλών προσεγγίσεων, οι ναύτες τον φώναζαν «Κυριάκο» με το όνομα δηλαδή του αποθανόντος. Αυτός όχι μόνο το δεχόταν, αλλά άκουγε ευχαρίστως στο όνομα αυτό μόλις τον φώναζαν και έκτοτε συνήθισε και αποκαλούνταν «Κυριάκος». Ο πλοίαρχος και οι ναύτες ήταν κατενθουσιασμένοι με το νέο μούτσο για την εξυπνάδα και για την εργατικότητά του.
Στον Πειραιά ο πλοίαρχος παρουσίασε στο Λιμεναρχείο το πιστοποιητικό του νοσοκομείου, μέσω του οποίου βεβαιωνόταν ο θάνατος του πρώτου Κυριάκου. Είχε όμως ανάγκη να δηλώσει το ονοματεπώνυμο του νέου «Κυριάκου» για να γραφεί στο Λιμεναρχείο. Κάλεσε ιδιαιτέρως τον «Κυριάκο» και τον ερώτησε αν ήταν ευχαριστημένος με τη θαλασσινή ζωή και αν θα έμενε εργαζόμενος μαζί του. Στην καταφατική λοιπόν απάντηση, τον ρώτησε, ποιο ήταν το επίθετό του. Ο Κυριάκος, θυμούνταν από ότι είχε ακούσει δηλαδή ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Μπένυ Σελόν.
Ο πλοίαρχος δεν δυσκολεύθηκε να συνθέσει το νέο όνομα• «Κυριάκος Μπενυσέλος» και τοιουτοτρόπως εγγράφηκε στο λιμεναρχείο. Επί τρία έτη εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο, αλλά στις αρχές του τετάρτου έτους, ο πλοίαρχος πέθανε και ο Κυριάκος έμεινε χωρίς πλοίο και πλοίαρχο. Μετά από μικρὸ διάστημα προσλήφθηκε σε άλλο πλοίο ως ναύτης, για ένα ταξίδι στα Χανιά της Κρήτης, όπου το πλοίο φόρτωνε πορτοκάλια. Ο Κυριάκος παρέλαβε τα χαρτιά του από το Λιμεναρχείο και ανέλαβε υπηρεσία με το νέο πλοίαρχο. Έφθασε στα Χανιά και άρχισεν η φόρτωση. Αλλά προτού να φορτώσουν, μια μεγάλη τρικυμία συνέτριψε το πλοίο μέσα στον λιμένα των Χανίων. Ο πλοίαρχος κι αυτός έμειναν στο δρόμο.
Η συγκοινωνία ήταν πολύ αραιά διότι μόνο μία «ταμπακέρα» υπό τον πλοίαρχο καπετάν Κοσμά προσέγγιζε την Κρήτη. Αυτή έφερνε και παραλάμβανε αλληλογραφία κάθε τρίμηνο. Ο Κυριάκος σκέφθηκε, για να μην μείνει χωρίς εργασία, να επαναλάβει το πατρικό του επάγγελμα. Προμηθεύτηκε την «πανιέρα» αγόρασε από τον Φουλάκη λίγα μικροεμπορεύματα και άρχισε το εμπόριο του γυρολόγου στα χωριά γύρω από τα Χανιά. Το εμπόριο αυτό, γινόταν αποκλειστικώς από Εβραίους, οι οποίοι με το άνοιγμα του Καλεκαπασὶ -πύλη του φρουρίου - εξέρχονταν της πόλεως και επισκέπτονταν τα κοντινά Χριστιανικά χωριά και τα Τουρκικά μετόχια.
Ο Κυριάκος γνωρίσθηκε με όλους τους Εβραίους, σε κανένα όμως δεν εμπιστεύθηκε την καταγωγή του. Κατόρθωσε μάλιστα να αναγνωρισθεί από το Ελληνικό προξενείο, ως Έλληνας υπήκοος και ήταν μέσα στους λίγους αναγνωρισμένους Έλληνες υπηκόους στην Κρήτη. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν ήταν ο μόνος κατά φαινόμενον Χριστιανός γυρολόγος και συνεπώς η εργασία του ήταν μεγάλη και προσεδοφόρος.
Οι γυρολόγοι επιστρέφοντας στην πόλη έφεραν συνήθως μαζί τους αυγά και κοτόπουλα, διότι οι χωρικοί μη έχοντας χρήματα έδιναν αυτά για να αγοράσουν τα πράγματα που είχαν ανάγκη. Ο Κυριάκος άρχισε κι αυτός να συμμορφώνεται με το σύστημα εκείνο καὶ έφερνε συχνά στην πόλη αυγά και κοτόπουλα, τα οποία συνήθως πουλούσε στο μεγαλέμπορο Μαρκαντωνάκη.
Ο Μαρκαντωνάκης συμπάθησε τον Κυριάκο και παρήγγειλε στον γραμματέα του να κρατάει πάντα τα αυγά και πουλερικά που προσκόμιζε ο Κυριάκος και να τον πιστώνει διότι ο Κυριάκος τον είχε παρακαλέσει να του φυλάει τα χρήματά του. Ο Κυριάκος πήρε απόφαση να μαζεύσει χρήματα για να ανοίξει μαγαζάκι. Την σκέψη του εκείνη την δυνάμωσε και ο έρωτάς προς μία εύμορφη χωριατοπούλα. Ο Κυριάκος άρχισε να απομακρύνεται από τη ζώνη των χωριών κοντά στα Χανιά τα οποία απείχαν περίπου μία ώρα και προχώρησε στα ορεινά χωριά στα οποία οι Εβραίοι γυρολόγοι φοβούνταν να πηγαίνουν.
Σε ένα από αυτά τα χωριά ο Κυριάκος γνώρισε μια ωραία κόρη την οποία αγάπησε με μανία. Το χωριό αυτό ονομαζόταν Θέρισο. Η οικογένειά της ήταν πτωχή και περίεργη. Ο πατέρας της από τον πρώτο γάμο του είχε αποκτήσει δύο κόρες, από τις οποίες η μεγαλύτερη ήταν η συμπάθεια του Κυριάκου. Ο έρωτας του Κυριάκου αυξανόταν, αλλά επειδή ήταν επίπονο το καθημερινό ταξίδι μέχρι το Θέρισο, πήγαινε εκεί τις Κυριακές και τις εορτές και παρέμενε καθ’ όλη την ημέρα. Συνήθως μάλιστα διενυκτέρευε στο καφενείο του χωριού και το πρωί της επομένης έκανε το γύρο του στα κοντινά χωριά.
Πέρασε ένα έτος από τη γνωριμία του με την ωραία Θερισιανὴ και ο Κυριάκος σκεπτόμενος να την ζητήσει σε γάμο απεφάσισε να ανοίξει μαγαζάκι. Και πράγματι έχοντας περίπου 20 λίρες, άνοιξε μαγαζάκι στα Χανιά. Δεν λησμόνησε όμως και το παλαιό του σύστημα και κάθε Σάββατο φόρτωνε την «πανιέρα» του, μετέβαινε στο Θέρισο για εμπόριο και έβλεπε έτσι την αγαπημένη του. Δεν παρήλθε έτος, από της αποκαταστάσεώς του με μαγαζί και ζήτησε σε γάμο την χωριατοπούλα. Ο πατέρας της όμως για κανένα λόγο δεν ήθελε να δώσει την κόρη του σε ένα ξένο γυρολόγο του οποίου όπως έλεγε, δεν γνώριζε από που κρατάει η σκούφια του. Και όντως ο γέρος εκείνος είχε δίκιο, διότι δεν γνώριζε την οικογένειά του, ούτε την πατρίδα του.
Η μανία του Κυριάκου προς τη νέα κορυφωνόταν και δεν άργησε να το καταστήσει γνωστό στον προστάτη του Μαρκαντωνάκη, ο οποίος επενέβη μαζί με τον ιερέα του χωριού, και έπειτα από μακρό διάστημα έπεισε τον πτωχό Θερισιανὸ να δώσει την θυγατέρα του Στυλιανή, ορφανή από μητέρα, στον Κυριάκο. Αυτός, έλαβε ως προίκα μία μικρή ισόγεια οικία, κληρονομιά της μητέρας της Στυλιανής στο χωριό Μπουρνιὲς, που απείχε τρία τέταρτα της ώρας από την πόλη των Χανίων, και το οποίο κατοικούνταν στην πλειοψηφία του από Τούρκους και από ελάχιστους Χριστιανούς. Στην οικία εκείνη κατοίκησε ο Κυριάκος μέχρι το 1865. Από το γάμο του απέκτησε τέσσερις θυγατέρες, ένα γιο υδροκέφαλο παράλυτο στα κάτω άκρα και που σε ηλικία 16 ετών πέθανε, και τον Ελευθέριο.
Κατά τον Αύγουστο του 1864 άρχισε ο τοκετός της Στυλιανής με φοβερούς πόνους. Οι πόνοι ήταν τόσο έντονοι που παρόλο που πέρασαν δύο ημέρες ο τοκετός δεν ερχόταν. Έχοντας υπ’ όψι τον προηγούμενο τοκετό του υδροκεφάλου και φοβούμενοι παρόμοια περίπτωση οι χωρικοί, έπεισαν τον Κυριάκο ότι πρέπει να φέρει τον Ιερόθεο, προηγούμενο της μονής «Χρυσοπηγής» για να της διαβάσει ευχή και έτσι να φθάσει ο τοκετός. Οι δε Τούρκοι μετεκάλεσαν τον Χατζή Σακίρη από το χωριό Ψίρες της Κυδωνίας για τον ίδιο σκοπό.
Το βράδυ της τρίτης ημέρας συναντήθηκαν σε αυτό το σπιτάκι ο Ιερόθεος και ο Χατζή Σακίρης και άρχισαν να διαβάζουν υπό το αμυδρό φως ενός λύχνου, ο μεν τη φυλλάδα του Αγίου Ελευθερίου και άλλα σχετικά, ο δε Τούρκος δικά του φυλλάδα με ευχές τούρκικες. Το διάβασμα αυτό διήρκεσε πέντε ώρες περίπου, με μικρά διαλείμματα. Όταν ο Ιερόθεος πείνασε και νύσταξε είπε προς τον Τούρκο: «Μωρὲ Χατζή ένα διάβολο θωρώ» και απαντά ο Τούρκος: «Και εγώ μωρέ παπά, θωρώ ένα φουρὸγατο και ο Ραμπής να λυπηθεί την κακομοίρα να το ξεγεννήσει». Πράγματι γύρω στα ξημερώματα της τετάρτης ημέρας γεννήθηκε ο Ελευθέριος (διάβολος κατά τον ιερέα).
Μόλις το παιδί έγινε 40 ημερών, η μητέρα του και η μαμμή, μετέβησαν στη μονή τής «Ζωοδόχου Πηγής» όπου διέμενε ο Ιερόθεος και ζήτησαν τη βάπτισή του. Ο Ιερόθεος δέχθηκε ως ανάδοχος να το βαπτίσει. Αλλά ενώ το είχε μέσα στην κολυμβήθρα και ενώ ετοιμαζόταν να το σηκώσει για να το θέσει στα μυρόπανα, λέρωσε εντός της κολυμβήθρας, και ο Ιερόθεος το παρέδωσε στη μαμμή φωνάζοντας: «Αυτὸς είναι Σατανάς και θα κάμνη κακό εις την Εκκλησία» και αμέσως απομακρύνθηκε. Αποτελείωσε μάλιστα το βάπτισμα ο παρατυχὼν Γεννάδιος. Τα περί του τοκετού και βαπτίσματος, αναφέρει ο Ιερόθεος λεπτομερώς στο ημερολόγιό του.
Στη συνέχεια ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει διάφορα άλλα γεγονότα της ζωής του Κυριάκου Βενιζέλου, όπως αυτό της μεταξύ άλλων Ελλήνων υπηκόων απομάκρυνσής του από την Κρήτη μετά από απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης. Επανήλθε κατά το έτος 1871, οπότε βρέθηκε άθικτο το κατάστημά του και άρχισε τις εργασίες του, αφού προσέλαβε ως υπαλλήλους του τους Γ. Γιαννακουδάκη και Ανδρέα Νοστράκη. Την τρίτη θυγατέρα του μάλιστα την έδωσε σύζυγο στον πρακτικό δικηγόρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Φαυλοκρατία» του Νικολάου Αντωνακέα.
Ο Κυριάκος Βενιζέλος |
Μόλις ο γιος της έγινε δέκα ετών, άρχισε το επάγγελμα του πατρός του, κατόρθωνε μάλιστα έτσι να κερδίζει λίγα χρήματα και να βοηθά την μητέρα του. Αλλά οι κόποι, οι στενοχώριες, οι στερήσεις και η κληρονομιά της συζυγικής ασθένειας, την είχαν καταβάλει τόσο, ώστε μετά από μικρό διάστημα να πεθάνει και αυτή.
Ο νέος έμεινε μόνος του, συνεχίζοντας το επάγγελμα του γυρολόγου, είχε όμως μανία καὶ μεγάλη αγάπη προς τη θάλασσα όπου ψάρευε τις ώρες της αργίας του. Μόλις έγινε δεκαέξι ετών άρχισε να σκέφτεται ότι θα υπηρετήσει στρατιώτης και δεν έπαυσε να απεργάζεται πως θα δραπετεύσει από τη Θεσσαλονίκη για να αποφύγει την στράτευσή του στους Τούρκους, και δεν άργησε να παρουσιασθεί ευκαιρία.
Στη Θεσσαλονίκη παρέμενε ένα καΐκι Βατικιώτικο, του οποίου ο μούτσος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε. Ο νέος έπεισε τον πλοίαρχο να τον παραλάβει ως μούτσο σε αντικατάσταση του αποθανόντος. Πράγματι ο πλοίαρχος τον παρέλαβε και ανεχώρησε λάθρα από τη Θεσσαλονίκη.
Κατά το μέχρι τον Πειραιά ταξίδι το οποίο διήρκεσε πολλούς μήνες, λόγω των πολλών προσεγγίσεων, οι ναύτες τον φώναζαν «Κυριάκο» με το όνομα δηλαδή του αποθανόντος. Αυτός όχι μόνο το δεχόταν, αλλά άκουγε ευχαρίστως στο όνομα αυτό μόλις τον φώναζαν και έκτοτε συνήθισε και αποκαλούνταν «Κυριάκος». Ο πλοίαρχος και οι ναύτες ήταν κατενθουσιασμένοι με το νέο μούτσο για την εξυπνάδα και για την εργατικότητά του.
Στον Πειραιά ο πλοίαρχος παρουσίασε στο Λιμεναρχείο το πιστοποιητικό του νοσοκομείου, μέσω του οποίου βεβαιωνόταν ο θάνατος του πρώτου Κυριάκου. Είχε όμως ανάγκη να δηλώσει το ονοματεπώνυμο του νέου «Κυριάκου» για να γραφεί στο Λιμεναρχείο. Κάλεσε ιδιαιτέρως τον «Κυριάκο» και τον ερώτησε αν ήταν ευχαριστημένος με τη θαλασσινή ζωή και αν θα έμενε εργαζόμενος μαζί του. Στην καταφατική λοιπόν απάντηση, τον ρώτησε, ποιο ήταν το επίθετό του. Ο Κυριάκος, θυμούνταν από ότι είχε ακούσει δηλαδή ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Μπένυ Σελόν.
Ο πλοίαρχος δεν δυσκολεύθηκε να συνθέσει το νέο όνομα• «Κυριάκος Μπενυσέλος» και τοιουτοτρόπως εγγράφηκε στο λιμεναρχείο. Επί τρία έτη εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο, αλλά στις αρχές του τετάρτου έτους, ο πλοίαρχος πέθανε και ο Κυριάκος έμεινε χωρίς πλοίο και πλοίαρχο. Μετά από μικρὸ διάστημα προσλήφθηκε σε άλλο πλοίο ως ναύτης, για ένα ταξίδι στα Χανιά της Κρήτης, όπου το πλοίο φόρτωνε πορτοκάλια. Ο Κυριάκος παρέλαβε τα χαρτιά του από το Λιμεναρχείο και ανέλαβε υπηρεσία με το νέο πλοίαρχο. Έφθασε στα Χανιά και άρχισεν η φόρτωση. Αλλά προτού να φορτώσουν, μια μεγάλη τρικυμία συνέτριψε το πλοίο μέσα στον λιμένα των Χανίων. Ο πλοίαρχος κι αυτός έμειναν στο δρόμο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος |
Η συγκοινωνία ήταν πολύ αραιά διότι μόνο μία «ταμπακέρα» υπό τον πλοίαρχο καπετάν Κοσμά προσέγγιζε την Κρήτη. Αυτή έφερνε και παραλάμβανε αλληλογραφία κάθε τρίμηνο. Ο Κυριάκος σκέφθηκε, για να μην μείνει χωρίς εργασία, να επαναλάβει το πατρικό του επάγγελμα. Προμηθεύτηκε την «πανιέρα» αγόρασε από τον Φουλάκη λίγα μικροεμπορεύματα και άρχισε το εμπόριο του γυρολόγου στα χωριά γύρω από τα Χανιά. Το εμπόριο αυτό, γινόταν αποκλειστικώς από Εβραίους, οι οποίοι με το άνοιγμα του Καλεκαπασὶ -πύλη του φρουρίου - εξέρχονταν της πόλεως και επισκέπτονταν τα κοντινά Χριστιανικά χωριά και τα Τουρκικά μετόχια.
Ο Κυριάκος γνωρίσθηκε με όλους τους Εβραίους, σε κανένα όμως δεν εμπιστεύθηκε την καταγωγή του. Κατόρθωσε μάλιστα να αναγνωρισθεί από το Ελληνικό προξενείο, ως Έλληνας υπήκοος και ήταν μέσα στους λίγους αναγνωρισμένους Έλληνες υπηκόους στην Κρήτη. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν ήταν ο μόνος κατά φαινόμενον Χριστιανός γυρολόγος και συνεπώς η εργασία του ήταν μεγάλη και προσεδοφόρος.
Οι γυρολόγοι επιστρέφοντας στην πόλη έφεραν συνήθως μαζί τους αυγά και κοτόπουλα, διότι οι χωρικοί μη έχοντας χρήματα έδιναν αυτά για να αγοράσουν τα πράγματα που είχαν ανάγκη. Ο Κυριάκος άρχισε κι αυτός να συμμορφώνεται με το σύστημα εκείνο καὶ έφερνε συχνά στην πόλη αυγά και κοτόπουλα, τα οποία συνήθως πουλούσε στο μεγαλέμπορο Μαρκαντωνάκη.
Ο Μαρκαντωνάκης συμπάθησε τον Κυριάκο και παρήγγειλε στον γραμματέα του να κρατάει πάντα τα αυγά και πουλερικά που προσκόμιζε ο Κυριάκος και να τον πιστώνει διότι ο Κυριάκος τον είχε παρακαλέσει να του φυλάει τα χρήματά του. Ο Κυριάκος πήρε απόφαση να μαζεύσει χρήματα για να ανοίξει μαγαζάκι. Την σκέψη του εκείνη την δυνάμωσε και ο έρωτάς προς μία εύμορφη χωριατοπούλα. Ο Κυριάκος άρχισε να απομακρύνεται από τη ζώνη των χωριών κοντά στα Χανιά τα οποία απείχαν περίπου μία ώρα και προχώρησε στα ορεινά χωριά στα οποία οι Εβραίοι γυρολόγοι φοβούνταν να πηγαίνουν.
Σε ένα από αυτά τα χωριά ο Κυριάκος γνώρισε μια ωραία κόρη την οποία αγάπησε με μανία. Το χωριό αυτό ονομαζόταν Θέρισο. Η οικογένειά της ήταν πτωχή και περίεργη. Ο πατέρας της από τον πρώτο γάμο του είχε αποκτήσει δύο κόρες, από τις οποίες η μεγαλύτερη ήταν η συμπάθεια του Κυριάκου. Ο έρωτας του Κυριάκου αυξανόταν, αλλά επειδή ήταν επίπονο το καθημερινό ταξίδι μέχρι το Θέρισο, πήγαινε εκεί τις Κυριακές και τις εορτές και παρέμενε καθ’ όλη την ημέρα. Συνήθως μάλιστα διενυκτέρευε στο καφενείο του χωριού και το πρωί της επομένης έκανε το γύρο του στα κοντινά χωριά.
Το σπίτι των Βενιζέλων στις Μουρνιές Χανίων |
Πέρασε ένα έτος από τη γνωριμία του με την ωραία Θερισιανὴ και ο Κυριάκος σκεπτόμενος να την ζητήσει σε γάμο απεφάσισε να ανοίξει μαγαζάκι. Και πράγματι έχοντας περίπου 20 λίρες, άνοιξε μαγαζάκι στα Χανιά. Δεν λησμόνησε όμως και το παλαιό του σύστημα και κάθε Σάββατο φόρτωνε την «πανιέρα» του, μετέβαινε στο Θέρισο για εμπόριο και έβλεπε έτσι την αγαπημένη του. Δεν παρήλθε έτος, από της αποκαταστάσεώς του με μαγαζί και ζήτησε σε γάμο την χωριατοπούλα. Ο πατέρας της όμως για κανένα λόγο δεν ήθελε να δώσει την κόρη του σε ένα ξένο γυρολόγο του οποίου όπως έλεγε, δεν γνώριζε από που κρατάει η σκούφια του. Και όντως ο γέρος εκείνος είχε δίκιο, διότι δεν γνώριζε την οικογένειά του, ούτε την πατρίδα του.
Η μανία του Κυριάκου προς τη νέα κορυφωνόταν και δεν άργησε να το καταστήσει γνωστό στον προστάτη του Μαρκαντωνάκη, ο οποίος επενέβη μαζί με τον ιερέα του χωριού, και έπειτα από μακρό διάστημα έπεισε τον πτωχό Θερισιανὸ να δώσει την θυγατέρα του Στυλιανή, ορφανή από μητέρα, στον Κυριάκο. Αυτός, έλαβε ως προίκα μία μικρή ισόγεια οικία, κληρονομιά της μητέρας της Στυλιανής στο χωριό Μπουρνιὲς, που απείχε τρία τέταρτα της ώρας από την πόλη των Χανίων, και το οποίο κατοικούνταν στην πλειοψηφία του από Τούρκους και από ελάχιστους Χριστιανούς. Στην οικία εκείνη κατοίκησε ο Κυριάκος μέχρι το 1865. Από το γάμο του απέκτησε τέσσερις θυγατέρες, ένα γιο υδροκέφαλο παράλυτο στα κάτω άκρα και που σε ηλικία 16 ετών πέθανε, και τον Ελευθέριο.
Κατά τον Αύγουστο του 1864 άρχισε ο τοκετός της Στυλιανής με φοβερούς πόνους. Οι πόνοι ήταν τόσο έντονοι που παρόλο που πέρασαν δύο ημέρες ο τοκετός δεν ερχόταν. Έχοντας υπ’ όψι τον προηγούμενο τοκετό του υδροκεφάλου και φοβούμενοι παρόμοια περίπτωση οι χωρικοί, έπεισαν τον Κυριάκο ότι πρέπει να φέρει τον Ιερόθεο, προηγούμενο της μονής «Χρυσοπηγής» για να της διαβάσει ευχή και έτσι να φθάσει ο τοκετός. Οι δε Τούρκοι μετεκάλεσαν τον Χατζή Σακίρη από το χωριό Ψίρες της Κυδωνίας για τον ίδιο σκοπό.
Το βράδυ της τρίτης ημέρας συναντήθηκαν σε αυτό το σπιτάκι ο Ιερόθεος και ο Χατζή Σακίρης και άρχισαν να διαβάζουν υπό το αμυδρό φως ενός λύχνου, ο μεν τη φυλλάδα του Αγίου Ελευθερίου και άλλα σχετικά, ο δε Τούρκος δικά του φυλλάδα με ευχές τούρκικες. Το διάβασμα αυτό διήρκεσε πέντε ώρες περίπου, με μικρά διαλείμματα. Όταν ο Ιερόθεος πείνασε και νύσταξε είπε προς τον Τούρκο: «Μωρὲ Χατζή ένα διάβολο θωρώ» και απαντά ο Τούρκος: «Και εγώ μωρέ παπά, θωρώ ένα φουρὸγατο και ο Ραμπής να λυπηθεί την κακομοίρα να το ξεγεννήσει». Πράγματι γύρω στα ξημερώματα της τετάρτης ημέρας γεννήθηκε ο Ελευθέριος (διάβολος κατά τον ιερέα).
Η Στυλιανή Βενιζέλου |
Μόλις το παιδί έγινε 40 ημερών, η μητέρα του και η μαμμή, μετέβησαν στη μονή τής «Ζωοδόχου Πηγής» όπου διέμενε ο Ιερόθεος και ζήτησαν τη βάπτισή του. Ο Ιερόθεος δέχθηκε ως ανάδοχος να το βαπτίσει. Αλλά ενώ το είχε μέσα στην κολυμβήθρα και ενώ ετοιμαζόταν να το σηκώσει για να το θέσει στα μυρόπανα, λέρωσε εντός της κολυμβήθρας, και ο Ιερόθεος το παρέδωσε στη μαμμή φωνάζοντας: «Αυτὸς είναι Σατανάς και θα κάμνη κακό εις την Εκκλησία» και αμέσως απομακρύνθηκε. Αποτελείωσε μάλιστα το βάπτισμα ο παρατυχὼν Γεννάδιος. Τα περί του τοκετού και βαπτίσματος, αναφέρει ο Ιερόθεος λεπτομερώς στο ημερολόγιό του.
Στη συνέχεια ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει διάφορα άλλα γεγονότα της ζωής του Κυριάκου Βενιζέλου, όπως αυτό της μεταξύ άλλων Ελλήνων υπηκόων απομάκρυνσής του από την Κρήτη μετά από απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης. Επανήλθε κατά το έτος 1871, οπότε βρέθηκε άθικτο το κατάστημά του και άρχισε τις εργασίες του, αφού προσέλαβε ως υπαλλήλους του τους Γ. Γιαννακουδάκη και Ανδρέα Νοστράκη. Την τρίτη θυγατέρα του μάλιστα την έδωσε σύζυγο στον πρακτικό δικηγόρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Φαυλοκρατία» του Νικολάου Αντωνακέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου