Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ο τραγικός θάνατος του Βασιλιά Αλέξανδρου της Ελλάδας

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1920: Με το άγγιγμα του φθινοπώρου οι υπώρειες της Πάρνηθας
ομορφαίνουν. Από τον Άγιο Μερκούριο μέχρι την Κιθάρα και το δάσος του Τατοΐου η φύση
σιγά σιγά αλλάζει χρώματα∙ τα φύλλα αρχίζουν να κιτρινίζουν, μερικά να κοκκινίζουν.
Πλησιάζει η εποχή που οι κουμαριές θα λεηλατηθούν από πεζοπόρους και εκδρομείς...


Στα πεδινά απλώνεται και κυριαρχεί το δάσος του Τατοΐου, που τότε ήταν πυκνό,
πυκνότατο και σε ορισμένα σημεία δύσβατο, σχεδόν σαν μικρή ζούγκλα. Το 1915 παρά λίγο
να καταστραφεί από μία μεγάλη πυρκαγιά, αλλά τώρα έσφυζε από ζωή και το χώμα του,
νοτισμένο από τα πρωτοβρόχια, ανέδιδε αυτήν την ερεθιστική ευωδιά. Στο δάσος με τα
ατέλειωτα πεύκα τριγύριζαν κι ένα σωρό ζώα, ακόμη και μεγάλα ελάφια σ' έναν ειδικό
περίβολο με ξύλινο φράχτη, διότι μερικά από αυτά ήσαν επιθετικά. Σκυλιά της βασιλικής
οικογένειας, άλλα κυνηγετικά και άλλα «διακοσμητικά». Και φυσικά αναρίθμητα πουλιά
που, ξεγελασμένα από την παρατεινόμενη ζέστη της Αττικής, κελαηδούσαν τα δικά τους
τιτιβίσματα.


Η ειδυλλιακή αυτή ατμόσφαιρα με τους μικροθορύβους της διακοπτόταν πού και πού από
τους θορύβους μιας μηχανής που θύμιζαν εκπυρσοκροτήσεις όπλου. Ήταν η μοτοσικλέτα
του Αλέξανδρου, με την οποία στις ελεύθερες ώρες του έκανε βόλτες στο δάσος πάνω σε
χωματόδρομους ακόμα και σε μονοπάτια. Εκτός από τη γνωστή του μανία με τα γρήγορα
αυτοκίνητα, ο Αλέξανδρος αγαπούσε πολύ και τη μοτοσικλέτα του, και στο περιβάλλον του
ανησυχούσαν μήπως κάποια μέρα τραυματισθεί.

Ο νεαρός βασιλεύς είχε εκείνες τις μέρες του Σεπτεμβρίου απόλυτη ανάγκη από εκτόνωση.
Όταν η Ασπασία ερχόταν στο Τατόι, πολλές φορές κάθονταν πλάι πλάι χωρίς να μιλούν και
η γυναίκα του του κρατούσε το χέρι, κοιτάζοντάς τον με άπειρη τρυφερότητα. Ώρες ώρες,
ωστόσο, ο Αλέξανδρος επιζητούσε μία βίαιη εκτόνωση ‐ τότε έπαιρνε τη μοτοσικλέτα και
τριγυρνούσε μέσα στο δάσος μόνος του. Μόνος του όχι ακριβώς... Όσα σκυλιά βρίσκονταν
έξω από τα Ανάκτορα κυνηγούσαν με γαβγίσματα τη μηχανή και ο Αλέξανδρος πρόσεχε
πολύ διότι αγαπούσε όλα τα ζώα. Τα σκυλιά βέβαια δεν τολμούσαν να πλησιάσουν και
πολύ, διότι πίσω από τη μοτοσικλέτα έτρεχε, κέρβερος αληθινός, ο πιστός του σκύλος, ο
Φριτς, ένα γερμανικό λυκόσκυλο που του είχαν χαρίσει σε κάποια από τις επισκέψεις του
στο Βουλγαρικό Μέτωπο, ο οποίος ήταν η αναπόσπαστη συντροφιά του Αλέξανδρου και
στο αυτοκίνητό του είχε πάντα ξεχωριστή θέση στο πίσω κάθισμα...

Ξημερώνει η 17η Σεπτεμβρίου 1920 (30 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο). Ο καιρός είναι
σχεδόν καλοκαιρινός στην ευλογημένη Αττική. Ο Αλέξανδρος ξυπνάει πάντα πολύ νωρίς και
αρχίζει την πρωινή του ρουτίνα. Πρώτα σκληρή γυμναστική. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου
από το παράθυρο πέφτουν πάνω του, φωτίζοντας το αθλητικό του σώμα με τους μυς
σκληρούς σαν σε αρχαίο άγαλμα. Στα είκοσι επτά του χρόνια η κράση του είναι «σιδερένια»
‐ την έχει διαφυλάξει με την υγιεινή ζωή του μακριά από ποτά και καταχρήσεις.

Μετά τη γυμναστική φωνάζει στο υπνοδωμάτιό του τον απαραίτητο Φριτς, είναι η ώρα για
λίγο παιχνίδι. Ο Αλέξανδρος του πετάει μία μπάλα κι ο Φριτς ενθουσιασμένος ορμάει
ακάθεκτος ανατρέποντας καρέκλες και τραπέζια, για να φέρει θριαμβευτικά την μπάλα στο
αφεντικό του. Ο Αλέξανδρος, γνήσιος φιλόζωος, δεν θυμώνει ποτέ με τις μικροζημιές του
σκύλου του, αλλά κάποια στιγμή εκνευρίζεται ‐ ο Φριτς στην ορμή του είχε ραγίσει τον
μεγάλο καθρέφτη μιας ντουλάπας. Αδιόρατα στο μυαλό του Αλέξανδρου περνάει η σκέψη:
μήπως αυτό είναι γρουσουζιά; οπότε δίνει στον Φριτς μερικές ξυλιές, πιο πολύ χαϊδευτικές,
τάχατες για να τον τιμωρήσει, και του φωνάζει: «Πάμε έξω τώρα...» Κατεβαίνουν στο
προαύλιο του παλατιού, ο Φριτς με κατεβασμένη την ουρά, ρίχνοντας πονηρές ματιές στο
αφεντικό του για να καταλάβει αν είναι ακόμη θυμωμένος. Ο Αλέξανδρος δεν του κρατάει
κακία, καβαλάει τη μοτοσικλέτα του και το λυκόσκυλο νιώθει ότι το συγχώρεσε. Με το
πρώτο μαρσάρισμα της μηχανής ο Φριτς ξεκινάει και αυτός ακολουθώντας.

Βασιλεύς και σύντροφος αρχίζουν τις ατέλειωτες βόλτες τους στο δάσος. Πέρα από το
δάσος απλώνονται τα βασιλικά κτήματα: χωράφια καλλιεργημένα και πλήθος αμπελώνες
από όπου βγαίνει το περίφημο κρασί «Δεκέλεια». Από μακριά φαίνονται και τα κάρα της
εποχής φορτωμένα με κοπριές, που η οσμή τους φθάνει μέχρι το δάσος κι ανακατεμένη με
τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος δημιουργεί μία ατμόσφαιρα σχεδόν βουκολική.

Ο Αλέξανδρος νιώθει απέραντη ευφορία. Έχει εκτονωθεί. Μέσα σ' αυτή τη φύση που
λατρεύει έχει σχεδόν ξεχάσει τις πολιτικές διαμάχες, τους βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς
με τους υπαινιγμούς τους. Αυτό που δεν μπορούσε να ξεχάσει, όμως, ήταν η οικογένειά του που βρισκόταν στην εξορία.

Με τις βόλτες η ώρα έχει φθάσει πια ένδεκα το πρωί. Στη μία το μεσημέρι ο Αλέξανδρος
έχει κανονίσει να πάει στην Κηφισιά, στο σπίτι του φίλου και κουμπάρου του Ζαλοκώστα
για να γευματίσουν με την Ασπασία. Προς στιγμήν ταλαντεύεται. Να πάει από τόσο νωρίς
στην Κηφισιά ή να κάνει ακόμη μερικές βόλτες στο ευωδιαστό δάσος με τη μηχανή του και
τον Φριτς; Αποφασίζει να συνεχίσει και κατευθύνεται προς το αγρονομείο22 του κτήματος,
το οποίο διευθύνει από παλιά ένας Βερολινέζος, ο Στουρμ. Ο αγρονόμος δεν είναι στο
γραφείο και έτσι σπεύδει προς την κατοικία του, τη «Βίλα Στουρμ», όπως την έλεγαν, όπου
σίγουρα θα βρίσκεται ο Γερμανός με τη γυναίκα του. Ο Αλέξανδρος τους ψάχνει, διότι στο
σπίτι τους έχουν πάντα πλήθος ξένα περιοδικά και ιδίως αυτά με φωτογραφίες
αυτοκινήτων. Με τη μοτοσικλέτα του κατευθύνεται προς τη «Βίλα», σταματάει λίγο πριν
και κατεβαίνει, ανησυχώντας διότι ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι ο Φριτς δεν τον ακολουθεί
πια.

Πορεύεται πεζή προς την κατοικία Στουρμ και μένει κεραυνοβολημένος. Η σκηνή και οι
φωνές που ακούει θυμίζουν ταινία τρόμου ‐ άγρια γαβγίσματα και ανατριχιαστικά
τσιρίγματα από μικρό ζώο. Βλέπει μέσα από τους θάμνους το λυκόσκυλό του έξαλλο, να
έχει αρπάξει, έτοιμο να κατασπαράξει, μία μαϊμουδίτσα, δεμένη έξω από την κατοικία
Στουρμ.

Το εύλογο ερώτημα που γεννάται πριν απ' όλα είναι πώς βρέθηκαν μαϊμούδες στο κτήμα
του Τατοΐου, όπου φυσικά υπήρχαν πλήθος κατοικίδια ζώα και ορισμένα από αυτά ήσαν
εξημερωμένα (Pet animals όπως λένε στ' αγγλικά, για συντροφιά των αφεντικών). Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με αξιόπιστη πληροφορία που διαθέτω, ο πρίγκιψ
Χριστόφορος, αδελφός του Κωνσταντίνου, είχε φέρει στην Ελλάδα ένα ζεύγος πιθήκων της
ράτσας μαγώτος (magotos) και τους είχε χαρίσει σε κάποιον ταβερνιάρη στην περιοχή
Τατοΐου. Αυτός με τη σειρά του τους χάρισε στον Στουρμ, έξω από την κατοικία του οποίου
ζούσαν σχετικώς εξημερωμένοι μέχρι που...

Οι μαγώτοι είναι οι μόνοι πίθηκοι που ζουν ελεύθεροι στην Ευρώπη, στην περιοχή των
βράχων του Γιβραλτάρ, όπου αποτελούν τουριστικό φαινόμενο.

Έψαξα από περιέργεια το βιβλίο ‐αχώριστο σύντροφο των παιδικών μου χρόνων‐ τον Βίο
των ζώων, του Ελευθερουδάκη (εκδόσεως 1932). Οι μαγώτοι ήσαν γνωστοί στους αρχαίους
Έλληνες και μάλιστα με το όνομα «Πίθηκοι»! Κατά τον Πλίνιο ήσαν μίμοι, παίζαν τους
«πεσσούς» και γεννούσαν μέσα σε σπίτια, γι' αυτό και μπορούσαν εύκολα να
εξημερωθούν.

Από τον Βίο των ζώων αποσπώ μία χαρακτηριστική περιγραφή του πιθήκου μαγώτου:
«Είναι λίαν ευφυής, πανούργος και πολύτροπος, επιτήδειος, γοργός και ρωμαλέος και
γνωρίζει εν ανάγκη να υπερασπίζει εαυτόν εξαισίως διά των εξαιρέτων οδόντων του...»

Η ιστορία που ακολουθεί πιστοποιεί το αληθές του λόγου.

Υπάρχει ένας κανόνας σε όσους είναι εξοικειωμένοι με τα κατοικίδια ζώα. Όταν κανείς
επεμβαίνει σε καβγά ζώων, χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί τα ζώα τυφλώνονται από το
μίσος τους.

Ο Αλέξανδρος, παραβιάζοντας αυτόν τον κανόνα, επεμβαίνει για να σώσει και τον σκύλο
του και τη μαϊμουδίτσα. Προς στιγμήν φάνηκε να το κατορθώνει: Αστραπιαία με το
«σιδερένιο» χέρι του αρπάζει τον Φριτς από τον λαιμό και με το άλλο κρατάει τη μαϊμού
έτοιμος να την εκσφενδονίσει μακριά από τον κίνδυνο. Αλλά ο κίνδυνος ελλοχεύει πίσω
από τον Αλέξανδρο... Ακούει ένα απαίσιο γρύλισμα... Στο πεδίο της μάχης εισέρχεται ο
αρσενικός πίθηκος, ο Μόριτς, για να σώσει το ταίρι του, ο οποίος με μανία χώνει τους
«εξαίρετους οδόντας» στην αριστερή γάμπα του Αλέξανδρου (τη γαστροκνημία όπως
ονομάζεται στην ιατρική). Ο Αλέξανδρος γυρίζει και προσπαθεί ν' απομακρύνει με το χέρι
του τον Μόριτς, οπότε ο πίθηκος, εξαγριωμένος, του δαγκώνει και το χέρι. Ο Αλέξανδρος
αισθάνεται τρομερούς πόνους από τις πληγές ‐ ο Στουρμ και η γυναίκα του τρέχουν και
απομακρύνουν τους πιθήκους.

Οι μαγώτοι είναι μικρόσωμοι, το μήκος του σώματος φθάνει μόλις τα εβδομήντα πέντε
εκατοστά, αλλά τα δόντια τρομερά, δρεπανοειδή...

Ο Αλέξανδρος είναι κάτωχρος από τους πόνους και μεταφέρεται πρώτα στην κατοικία
Στουρμ, όπου του παρέχονται οι πρώτες βοήθειες, καθώς το τραύμα στη γάμπα αιμορραγεί
ακατάσχετα. Με προσοχή ο βασιλεύς μεταφέρεται στα Ανάκτορα Τατοΐου και από εκεί
κάνει δύο τηλεφωνήματα: στον υπολοχαγό Στέφανο Μεταξά, προσωπικό του φίλο, και του
λέει να φέρει έναν γιατρό με επιδεσμικό υλικό. Ανήσυχος ο Μεταξάς τον ρωτάει τι έχει
συμβεί. «...Τίποτα, τίποτα σοβαρό...» είναι η απάντηση του Αλέξανδρου, ο οποίος
κυριαρχείται από την έμμονη ιδέα να μη γίνει το επεισόδιο γνωστό, φοβούμενος ότι θα
γελοιοποιηθεί στα μάτια του κόσμου, αν μαθευτεί ότι ένας πίθηκος δάγκωσε τον βασιλιά.
Πού να φαντασθεί ο άτυχος νέος ότι και σήμερα ακόμη, μετά από ογδόντα χρόνια, και οι
πιο ανιστόρητοι Έλληνες το επεισόδιο αυτό και μόνο θα θυμούνται για τον βασιλέα
Αλέξανδρο.

Ο Μεταξάς, υποθέτοντας ότι ο Αλέξανδρος μάλλον θα έπεσε από τη μοτοσικλέτα, καλεί τον
καθηγητή της χειρουργικής Κωνσταντίνο Μέρμηγκα και τον παρακαλεί να πάρει μαζί του τα
απαραίτητα για ένα κάταγμα.

Την ίδια ώρα με δεύτερο τηλεφώνημα ο Αλέξανδρος ειδοποιεί την Ασπασία στο σπίτι του
Ζαλοκώστα, στην Κηφισιά, να ανέβει στο Τατόι.

Ο Μέρμηγκας, διακεκριμένος καθηγητής της χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με
λαμπρές σπουδές στη Γερμανία, φθάνει στο Τατόι και εξετάζει προσεκτικά τα τραύματα.
Του χεριού είναι επιπόλαιο και δεν εμπνέει ανησυχία, της γαστροκνημίας ωστόσο είναι
σοβαρό ‐ υπάρχουν τουλάχιστον επτά δαγκωματιές και στο κέντρο μία βαθύτατη. Από τη
μανία του πιθήκου οι μύες έχουν πολτοποιηθεί.

Ο Μέρμηγκας πλένει τα τραύματα με οινόπνευμα και ζητάει βενζίνη, που χρησιμοποιείτο
τότε ως αντισηπτικό στα πολεμικά τραύματα. Βενζίνη δεν υπάρχει και ο Μεταξάς φέρνει σ'
ένα μπουκάλι βενζίνη από το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του... Εν συνεχεία ο καθηγητής
συμμαζεύει τους πολτοποιημένους μυς με γάζες εμποτισμένες σε ιώδιο, κι εκεί τελειώνει η
πρώτη φάση της τοπικής θεραπείας. Αντιβιοτικά φάρμακα φυσικά δεν υπήρχαν το 1920.

[Στη διάρκεια της μακρότατης χειρουργικής απασχολήσεώς μου, θα πρέπει να έχω δει δύο
το πολύ τραύματα από πιθήκους. Το ένα, που αντιμετωπίσθηκε στον «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ»,
συνέβη στα χέρια φίλου μου. Τα τραύματα, που περιλάμβαναν τένοντες και νεύρα, ήσαν
φοβερά στην όψη, ακόμη και στη φάση της αποθεραπείας όταν τα είδα.]

Στον δρόμο προς το Τατόι η Ασπασία είναι τρομερά ανήσυχη. Το στόμα της είναι στεγνό και
τα μάτια της έτοιμα να βουρκώσουν... Μάταια ο Ζαλοκώστας, που τη συνοδεύει,
προσπαθεί να την ηρεμήσει: κάποιο ελαφρό ατύχημα θα έχει πάθει ο Αλέξανδρος, τίποτε
το σοβαρό όπως τους τηλεφώνησε ο ίδιος, αλλά το γυναικείο της ένστικτο την προειδοποιεί
ότι κάτι κακό θα συμβεί. Κι αυτή και ο Αλέξανδρος είναι προληπτικοί. Θυμάται τώρα η
Ασπασία ότι την προηγούμενη μέρα είχαν γευματίσει σ' ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο, στο
Φάληρο, προσκεκλημένοι του κυβερνήτη, όπου μετά το γεύμα ο Άγγλος προθυμοποιήθηκε
να τους ανάψει το τσιγάρο∙ με το ίδιο σπίρτο πρόσφερε φωτιά στην Ασπασία και στον
Αλέξανδρο, κι άναψε και το δικό του. Όταν αποβιβάσθηκαν, ο Αλέξανδρος ήταν δύσθυμος,
καθώς θυμήθηκε μία παλιά πρόληψη: όταν μ' ένα σπίρτο ανάψεις τρία τσιγάρα, ένας από
τους τρεις που καπνίζουν θα πεθάνει! οπότε μουρμούρισε στον υπασπιστή του: «Καλύτερα
να είχε βουλιάξει το θωρηκτό παρά να μας ανάψει μ' ένα σπίρτο τα τρία τσιγάρα ο χαζός ο
πλοίαρχος...»

Από ό,τι γνωρίζω η πρόληψη αυτή είναι αγγλική και προέρχεται από την εποχή του
πολέμου των Άγγλων εναντίον των Μπόερς στη Νότιο Αφρική τον προηγούμενο αιώνα.
Έλεγαν τότε οι Άγγλοι στους σκοπούς στα χαρακώματα: «Ο εχθρός απέναντι καιροφυλακτεί∙
αν ανάψεις ένα σπίρτο ο εχθρός απέναντι επισημαίνει με τη φωτίτσα τη θέση σου∙ αν
ανάψεις δεύτερο, σκοπεύει και οπλίζει. Στο τρίτο σπίρτο πυροβολεί και σε σκοτώνει...»

Οι προλήψεις βέβαια δεν σκοτώνουν. Αλλά μέσα σε δύο μέρες, το τρίτο τσιγάρο και ο
σπασμένος καθρέφτης μήπως είναι δυσοίωνα σημάδια;

Η Ασπασία φθάνει στ' Ανάκτορα Τατοΐου, τρέχει και αγκαλιάζει τον αγαπημένο της. Ο
Αλέξανδρος έχει κάπως συνέλθει από το πρώτο σοκ, χαμογελάει για να την καθησυχάσει
και λέει σε όλους γύρω του, για όνομα του Θεού, να προσέξουν να μη διαρρεύσει η είδηση.
Είναι γι' αυτόν θέμα αξιοπρέπειας∙ τι θα πει ο κόσμος, ότι ο βασιλεύς ασχολείται με
πιθήκους;

Αλίμονο, η εξέλιξη των τραυμάτων αναγκαστικά θα κάνει το επεισόδιο ευρύτατα γνωστό
και οι πιο απίθανες εκδοχές για τον τραυματισμό του θα καρποφορήσουν, μέχρι και
σήμερα.

Την πρώτη νύχτα ο Αλέξανδρος ξύπνησε τρεις φορές από τους πόνους, αλλά το πρωί ήταν
απύρετος και ευδιάθετος, επέμεινε μάλιστα έντονα να μη ματαιωθούν οι
προγραμματισμένες ακροάσεις στ' Ανάκτορα, αλλά ο καθηγητής Μέρμηγκας του συνέστησε
να παραμείνει ήσυχος και κλινήρης. Κατά την αλλαγή του τραύματος είχε διαπιστωθεί
κάποια ερυθρότητα.

Τις τρεις επόμενες νύχτες ο ασθενής παρουσίασε προοδευτικώς ανερχόμενο πυρετό, ο
οποίος έφθασε στους 39 βαθμούς. Σε κάθε αλλαγή και μικρή διεύρυνση του τραύματος της
γαστροκνημίας ο Μέρμηγκας αναζητούσε πύον, αλλά πύον δεν βρισκόταν. Την πέμπτη
μέρα όμως το πύον ανέβλυσε από το τραύμα. Πολύ κακό σημάδι...

Στη φάση αυτή η κυβέρνηση θορυβήθηκε. Κυρίως ο Βενιζέλος, ο οποίος επιθυμούσε να μην επανέλθει σε καμία περίπτωση ο εξόριστος Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Έτσι, συγκάλεσε ιατρικό συμβούλιο με τους κορυφαίους τότε γιατρούς της χώρας. Στην αρχή τέσσερις καθηγητές κι επιπλέον, όπως ήταν φυσικό, ο Μέρμηγκας. Προοδευτικώς οι ιατρικοί σύμβουλοι έγιναν οκτώ!

Πριν παραθέσω τα ονόματά τους θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου εμπειρία από
τα ιατρικά συμβούλια και τούτο ύστερα από τη διαδρομή μου ως ιατρού επί μισόν αιώνα!

Τα ιατρικά συμβούλια είναι χρήσιμα σε λίγες περιπτώσεις, παραδείγματος χάριν όταν
πρόκειται να αποφασισθεί μία ζωτική εγχείρηση ή όταν υπάρχει τέτοια δυσκολία στη
διάγνωση ώστε ν' απαιτείται μία δεύτερη ή τρίτη γνώμη.

Η άποψή μου για τις λοιπές περιπτώσεις βασίζεται στο ότι είναι προτιμότερο ν' αφεθεί ο
θεράπων να εφαρμόσει μία θεραπεία, έστω και αν δεν είναι ιδεώδης, παρά να «λαλούν
πολλά κοκόρια».

Τα ονόματα των ιατρών συμβούλων, εκτός από τον καθηγητή Μέρμηγκα, για τον οποίο
έγινε ήδη λόγος, ήσαν:

Σάββας Κωνσταντίνος: καθηγητής της μικροβιολογίας, με λαμπρές σπουδές στη Γερμανία,
Αυστρία και Λονδίνο. Επίσημος γιατρός των βασιλέων και λόγω ειδικότητας κατ' εξοχήν
αρμόδιος εφόσον επρόκειτο για φλεγμονή.

Φωκάς Γεράσιμος: καθηγητής της χειρουργικής, με αμιγώς γαλλική παιδεία, έχοντας
υπηρετήσει και στον γαλλικό στρατό στον πόλεμο, με σημαντική εμπειρία.

Γερουλάνος Μαρίνος: Πασίγνωστος, κορυφαίος χειρουργός, με σπάνια, ήρεμη
προσωπικότητα. Είχε όχι μόνο σπουδάσει στη Γερμανία, αλλά και απέκτησε εκεί τον τίτλο
καθηγητή πανεπιστημίου.

Μπένσης Βλαδίμηρος: καθηγητής παθολογίας, γνωστότατος για τις έρευνες του στη Γαλλία
σε θέματα λοιμώξεων.

Λιβιεράτος Παναγής: Γνωστότατος στον τομέα της ειδικής νοσολογίας, με τίτλους καθηγητή
από το Πανεπιστήμιο της Γένοβας. Δεν αποδέχθηκε τίτλο καθηγητή στην Αθήνα.

Αναγνωστόπουλος Κωνσταντίνος: Από την κυβέρνηση Βενιζέλου είχε διορισθεί προσωπικός
ιατρός του Αλέξανδρου, αλλά δεν βρισκόταν στ' Ανάκτορα την ημέρα του ατυχήματος.

Από τους ανωτέρω, τρεις, οι Γερουλάνος, Μπένσης και Λιβιεράτος, συνδέονταν με τον
πατέρα μου, παθολόγο‐φυματιολόγο περίπου της ίδιας εποχής.

Από την ημέρα που συνεκλήθη το ιατρικό συμβούλιο αποφασίσθηκε να εκδίδεται
καθημερινό ιατρικό δελτίο για τον Τύπο. Τα δελτία περιέγραφαν τη νόσο με ακρίβεια αλλά
περιείχαν μία νότα αισιοδοξίας, δηλαδή ότι ο πυρετός και τα λοιπά συμπτώματα
οφείλονταν σε περιορισμένη τοπική μόλυνση. Φυσικά αυτή οφειλόταν στα δρεπανοειδή
δόντια του πιθήκου, που έπρεπε να ήσαν μολυσμένα και είχαν εισχωρήσει σε βάθος.

Την πέμπτη ημέρα όταν, όπως είδαμε, ανέβλυσε πύον, ο καθηγητής‐μικροβιολόγος Σάββας
κατόρθωσε με τα τότε εργαστηριακά μέσα ν' απομονώσει ένα μικρόβιο, τον στρεπτόκοκκο.
Στο μεταξύ η φλεγμονή είχε αρχίσει να επεκτείνεται, πρώτα προς τους βουβωνικούς
λεμφαδένες (στις «ελιές», όπως λέμε απλοϊκά) ‐ γεγονός ανησυχητικό, οπότε οι χειρουργοί
αναγκάσθηκαν να διευρύνουν ακόμη περισσότερο το τραύμα της γάμπας. Από τότε θα
γίνουν και άλλες διευρύνσεις, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκροή του πύου. Ο άτυχος
Αλέξανδρος στην αρχή υπέμενε αγόγγυστα τους πόνους από τη διεύρυνση του τραύματος,
αλλά αργότερα οι τοπικές αυτές επεμβάσεις θα του γίνουν εφιάλτης...

Στην εβδομάδα επάνω ο πυρετός έφθασε τους 40°. Οι γιατροί ανησύχησαν, διότι περίμεναν
ότι η φλεγμονή θα άρχιζε πλέον να υποχωρεί. Συζήτησαν μεταξύ τους και τότε ο μόνος που
προέβλεψε ορθά την εξέλιξη, ο καθηγητής Φωκάς, τους εξέφρασε τις υποψίες του: «Δεν
πρόκειται πια για τοπική φλεγμονή. Κύριοι, βρισκόμαστε ενώπιον αρχομένης σηψαιμίας».
Ακόμα και σήμερα η λέξη «σηψαιμία» προκαλεί δέος και όχι μόνο στους αδαείς ‐ την εποχή
εκείνη η είσοδος του μικροβίου στην κυκλοφορία του αίματος σήμαινε σχεδόν πάντοτε
θανατηφόρα επιπλοκή! Ο Φωκάς με την τεράστια πείρα του από πολεμικά τραύματα είχε
διαγνώσει σωστά, κι έκανε ένα ακόμη τολμηρό βήμα: με παρρησία πρότεινε στους
συναδέλφους του ν' ακρωτηριασθεί το πόδι του βασιλέως για να σωθεί! Οι υπόλοιποι
γιατροί απέρριψαν την πρότασή του, που με τα σημερινά κριτήρια θα είχε αποβεί σωτήρια.
Είναι πιθανό ότι στη συλλογιστική τους υπεισήλθε και ο ψυχολογικός παράγοντας. Πώς ν'
ακρωτηριάσουμε το πόδι ενός βασιλιά;

[Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να επανέλθω ως ιατρός. Σε κάθε συνάδελφο με μακρά
άσκηση της ειδικότητάς του έχει τύχει να εξετάσει προσωπικότητες, πολιτικούς,
αξιωματικούς, ανθρώπους του πνεύματος κ.λπ. Εφήρμοσα πάντοτε την ακόλουθη τακτική:
Δήλωνα διακριτικά στους ασθενείς ότι πρέπει ν' αγνοήσουμε την προσωπικότητά τους και
ν' ακολουθήσουμε μία θεραπεία όπως σε οιονδήποτε κοινό θνητό, αλλιώς δεν μπορούσα
να εγγυηθώ την αποτελεσματικότητά της. Οι περισσότεροι ασθενείς‐προσωπικότητες
αποδέχονταν το σκεπτικό μου.]

Στη φάση αυτή της πρώτης επιδεινώσεως και συγχύσεως που επικράτησε, ο πιστός φίλος
του Αλέξανδρου, ο Χρήστος Ζαλοκώστας, που βρισκόταν συνεχώς στα Ανάκτορα Τατοΐου,
αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Σπεύδει στην κατοικία του Βενιζέλου, ο οποίος οικουρούσε με
γρίπη, και τον ενημερώνει λεπτομερώς για την κατάσταση του βασιλέως. Μέχρι τότε ο
Βενιζέλος πληροφορείτο καθημερινώς τα της ασθενείας, αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν του
είχε εξηγήσει τη σοβαρότητα του προβλήματος, οπότε αναστατώνεται και δίνει αμέσως
εντολή να κληθεί επειγόντως από το Παρίσι καθηγητής και μάλιστα ν' αποπλεύσει ένα
ελληνικό αντιτορπιλικό για το Μπρίντεζι προκειμένου να τον παραλάβει. Δεν έδειξε βέβαια την ίδια ευαισθησία για την οικογένεια του Βασιλιά.

Ο Γάλλος καθηγητής είχε ένα όνομα ιστορικό για την ιατρική: Βιντάλ (Widal, Φερδινάνδος‐
Γεώργιος‐Ισίδωρος), καθώς είχε συνδεθεί με τις θεμελιώδεις εργαστηριακές έρευνες για τις
λοιμώξεις και ειδικώς για τον τύφο. Ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται η εξέταση αίματος
κατά Βιντάλ.

Ο Βιντάλ θα φθάσει στην Αθήνα τη δέκατη τρίτη ημέρα της νόσου.

Από τη στιγμή που η Ασπασία είχε φθάσει στο Τατόι και αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ,
έμενε δίπλα στον αγαπημένο της σύζυγο μέρα νύχτα. Όλες οι τυπικότητες καταργήθηκαν
και η τρυφερή αυτή κοπέλα προσδέθηκε στο κρεβάτι του Αλέξανδρου ‐ θαρρείς πως
ανέπνεε και μαζί του.

Λίγες ημέρες πριν από τον τραυματισμό ο Αλέξανδρος είχε συναντήσει τον γνωστότατο
γυμναστή της εποχής και φίλο του, τον Γιαννούλη, ο οποίος είπε στον βασιλέα ότι και η
Ασπασία πρέπει να γυμνάζεται. Ο Αλέξανδρος γέλασε και του απάντησε με μία έκφραση
υπερηφάνειας: «...Δεν τη ρωτάς αν μπορεί...» και με το χέρι του διέγραψε μία καμπύλη
πάνω από την κοιλιά. Η γυναίκα του, η Ασπασία ήταν έγκυος! και πλησίαζε ήδη τον πέμπτο
μήνα. Αν επιβίωνε ο Αλέξανδρος, το παιδί θα δημιουργούσε νομικό ή συνταγματικό
πρόβλημα, όμως αυτή τη στιγμή ο καρπός της κοιλίας της Ασπασίας ερχόταν σε κάπως
δεύτερη μοίρα. Η ζωή του Αλέξανδρου ήταν το κύριο μέλημα.

Ο γάμος του Αλέξανδρου και της Ασπασίας δεν είχε ακόμη νομιμοποιηθεί από την
κυβέρνηση. Το καλοκαίρι του 1920, στο Παρίσι, ο Βενιζέλος με τον Αλέξανδρο είχαν
συζητήσει τις διαδικασίες νομιμοποιήσεως, αλλά το θέμα υπερκεράσθηκε από την
ασθένεια. Μόλις το 1922, δηλαδή postmortem, κηρύχθηκε έγκυρος ο γάμος! Οι υποθέσεις
που είχαν γίνει όταν διέρρευσε η είδηση για την εγκυμοσύνη της Ασπασίας ήσαν οι
ακόλουθες: Αν γεννηθεί αγόρι, είναι πιθανό κάποιο πολιτικό κόμμα να υποστηρίξει ότι ο
γιος είναι διάδοχος του θρόνου. Τελικώς, όπως θα δούμε στο τελευταίο κεφάλαιο, θα
γεννηθεί κορίτσι, το 1921, η Αλεξάνδρα. Το 1922 με το διάταγμα που αναγνώρισε τον γάμο,
η Αλεξάνδρα θα κηρυχθεί νόμιμος κληρονόμος του πατέρα της αλλά χωρίς δικαιώματα
στον θρόνο.

Από τη δέκατη μέρα η σηψαιμία έχει, όπως λέμε στην ιατρική γλώσσα, «εγκατασταθεί» σ'
αυτό το μέχρι πρότινος ρωμαλέο σώμα, προσβάλλεται το στομάχι και ακατάσχετοι εμετοί
συγκλονίζουν τον άμοιρο Αλέξανδρο που χάνει ταχύτατα βάρος. Το δέρμα του κιτρινίζει,
καθώς ένας ίκτερος απλώνεται παντού.

Δίπλα του η Ασπασία, μία οπτασία μέσα στα άσπρα, διότι φοράει συνεχώς τη στολή
νοσοκόμας, δεν τρώει, δεν κοιμάται. Οι γιατροί άναυδοι παρακολουθούν αυτή τη
χαλκέντερη γυναίκα μ' ένα παιδί στην κοιλιά που αγνοεί τον εαυτό της. Η τρυφερότητα που
αναβλύζει από τα όμορφα μαύρα μάτια της προσφέρει στον Αλέξανδρο ανακούφιση πιο
ισχυρή και από τα φάρμακα που του δίνουν οι γιατροί.

Η τραγικότητα της θανάσιμης αρρώστιας προχωρεί σφιχτοδεμένη μ' έναν άφατο
ρομαντισμό και την αγάπη που συνδέει το νεαρό ζευγάρι... Μία νύχτα που εισβάλλει με
τρομερούς πόνους και ο Αλέξανδρος δαγκώνεται για να μην ουρλιάξει, αναζητάει στα
τυφλά το χέρι της Ασπασίας, το κρατάει σφιχτά και σε κάθε νέο κύμα πόνου το σφίγγει
ακόμη πιο δυνατά.

Από μία γωνιά της κρεβατοκάμαρας τους παρακολουθεί, ξάγρυπνος κι αυτός, ο φίλος τους
ο Ζαλοκώστας. Θα γράψει στο βιβλίο του: «...Έτσι δεν πονά μόνος, πονούν μαζί...»

Ο θανάσιμος κίνδυνος που απειλεί τον νεαρό βασιλέα έχει γίνει τώρα ευρύτατα γνωστός σε
όλη τη χώρα. Δεήσεις αναπέμπονται στις εκκλησίες, τηλεγραφήματα καταφθάνουν με
λόγια συμπαθείας, και στο Τατόι και στην εξόριστη οικογένειά του στην Ελβετία.

Η αυθόρμητη και βαθιά συγκίνηση που διατρέχει την Ελλάδα αποκαλύπτει πόσο πέραν
πάσης προσδοκίας ο «μικρός» με τη σωφροσύνη μεγάλου ήταν αγαπητός. Σήμερα,
απόγονοι επιφανών βενιζελικών διαβεβαιώνουν ότι ο λαός αγαπούσε πολύ, πάρα πολύ,
αυτό το «παιδί».

Όμως ταυτόχρονα με τις ευχές του κόσμου και τις εκδηλώσεις συμπαραστάσεως,
κυκλοφορούν και φήμες, μερικές μάλιστα τερατώδεις, βάσει των οποίων η ικανότητα και η
αγωγή που συνιστούσαν οι θεράποντες ιατροί σχετίζονταν με την πολιτική τους ιδεολογία!
Τόσο βαθιά είχε εισχωρήσει το σαράκι του Διχασμού στο μυαλό των ανθρώπων...
Συζητήσεις και επικρίσεις για την ιατρική αντιμετώπιση του Αλέξανδρου είναι θεμιτές, όπως
για τη Σχολή, γαλλική ή γερμανική, που αντιπροσώπευε ο καθένας, όχι όμως και για την
πολιτική τους ταυτότητα.

Έλεγαν, λόγου χάριν, οι βενιζελικοί ότι ο καθηγητής Σάββας ήταν άνθρωπος της βασίλισσας
Σοφίας και δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη! Αλλά ο Σάββας ήταν σπουδαίος γιατρός, έχοντας
θητεύσει διαδοχικά ως ανακτορικός γιατρός στον Γεώργιο Α', τον Κωνσταντίνο και τώρα
στον Αλέξανδρο με την έγκριση της κυβερνήσεως. Το μόνο για το οποίο θα μπορούσε να
επικριθεί ήταν η υπεραισιοδοξία του, ακόμη και όταν η κατάσταση του ασθενούς κατέστη
κρίσιμη ‐ αυτό εξηγείται από την τρυφερότητα που ένιωθε για τον Αλέξανδρο, τον οποίο
γνώριζε από παιδί.

Ένα άλλο θέμα, τρόπον τινά πολιτικό αλλά ίσως περισσότερο θέμα ηθικής τάξεως,
δημιουργήθηκε με την εξόριστη βασιλική οικογένεια. Ο Βενιζέλος είχε δώσει εντολή να
τηλεγραφούν στην οικογένεια στην Ελβετία καθημερινώς όλα τα ιατρικά δελτία για τον
Αλέξανδρο, όταν όμως του μεταδόθηκε μήνυμα της βασίλισσας Σοφίας να της δοθεί άδεια
για να επισκεφθεί τον γιο της, ο Βενιζέλος αρνήθηκε. Η προηγούμενη γενναιοκαρδία του ξαφνικά είχε εξελιχθεί σε μια  μικροψυχία.

Για την ακρίβεια, ο εν Ελβετία ανακτορικός ιατρός Αναστασόπουλος είχε τηλεγραφήσει την
εύλογη επιθυμία της Σοφίας στον καθηγητή Σάββα, ο οποίος τη μετέφερε στον Βενιζέλο. Η αλαζονική απάντηση του Βενιζέλου συνοψίζεται στη φράση: «Η Σοφία δεν μπορεί να έλθει στην Αθήνα όποτε θέλει η ίδια».

Στην προεκλογική παραζάλη, η οποία τελικά αφορούσε στους δύο μονομάχους ‐Βενιζέλο
και Κωνσταντίνο‐ ο απλός κόσμος μάθαινε εμβρόντητος για την αρρώστια του βασιλέως,
και διερωτάτο πως είναι δυνατόν ένας βασιλιάς να κινδυνεύει από το δάγκωμα μιας
μαϊμούς!

Όπως και αν έχει το πράγμα, η συγκίνηση του λαού εκδηλωνόταν πλέον με γνήσιο ρωμαίικο
αυθορμητισμό∙ έστελναν στο Τατόι πεσκέσια για το παιδί, μέλι από χωριά, γιαούρτι οι
τσοπάνηδες και φρέσκα φρούτα οι περιβολάρηδες...

Ο Βενιζέλος είχε συνέλθει από τη γρίπη και έβρισκε καιρό ν' ανεβαίνει μέρα παρά μέρα στο
Τατόι, όπου κρατούσε συντροφιά στον Αλέξανδρο, πριν επιδεινωθεί πολύ η κατάστασή του,
και συζητούσαν για διάφορα θέματα, ποτέ όμως πολιτικά.

Η Ασπασία τον είχε εντυπωσιάσει ‐ τώρα καταλάβαινε πόσο πολύτιμη ήταν για τον
Αλέξανδρο. Στο περιβάλλον του ο Βενιζέλος μιλούσε με μεγάλο θαυμασμό για την κοπέλα
αυτή, και μάλιστα την αποκαλούσε με το χαϊδευτικό όνομα που της είχε δώσει ο
Αλέξανδρος: Μπίκα. (Κατ' άλλους ο Αλέξανδρος τη φώναζε Μπικ, αλλά δεν υπάρχει
εξήγηση για το όνομα αυτό.)

Όσο θερμός και στοργικός ήταν ο Βενιζέλος με το νεαρό ζευγάρι, άλλο τόσο έξαλλος
γινόταν με τις συκοφαντίες που έφθαναν στ' αυτιά του για τον ίδιο. Οι φήμες αυτές
προέρχονταν από ακραίους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι κατηγορούσαν τον άσπλαχνο πρωθυπουργό
για τον τραυματισμό του βασιλέως! Μία εφημερίδα, η Νέα Ημέρα, είχε γράψει
την πληροφορία ότι ο Βενιζέλος είχε αναθέσει να εμβολιάσουν τον πίθηκο με
λύσσα για να δαγκώσει τον Αλέξανδρο! Ο Βενιζέλος έγινε θηρίο και έδωσε εντολή ν'
ασκηθεί δίωξη εναντίον του εκδότη.

Ακόμα και η Ασπασία είχε ορισμένους φόβους που αφορούσαν στους θεράποντες
γιατρούς, θέμα στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, δηλαδή την πιθανότητα να εφαρμόζουν
θεραπεία ανάλογα με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις! Φυσικά οι φόβοι της ήσαν τελείως αβάσιμοι και οφείλονταν στην αγάπη της προς τον ασθενή.

Μετά τη δωδέκατη ημέρα άρχισαν τα νυκτερινά παραληρήματα του Αλέξανδρου. Στη
διάρκεια της μέρας, για λίγο καιρό ακόμη, θα παρουσίαζε αναλαμπές, μερικές τόσο
έντονες, που γιατροί και φίλοι ξαφνιασμένοι ήλπιζαν σε κάποιο θαύμα.

Η μόνη που από την πρώτη μέρα κατεχόταν από απαισιοδοξία ήταν μία γραφική γριά
Αρβανίτισσα, καθαρίστρια των ανακτόρων, η κυρα‐Ελένη. Έχοντας δει τον σπασμένο
καθρέφτη και διαβάσει το κατακάθι του καφέ στο πρωινό του βασιλιά, μίλησε στον
Ζαλοκώστα τη μέρα του τραυματισμού και του είπε: «...ο αφέντης θα πεθάνει...» Εκτός αν
θανατώσουν τον «καταραμένο Φρίτσι» και της φέρουν το συκώτι του, από το οποίο με
διάφορα γιατροσόφια θα φτιάξει μια θαυματουργή, σωτήρια αλοιφή για την πληγή του
αφέντη... Αυτά φυσικά δεν έγιναν και η γριά Αρβανίτισσα βγήκε δυστυχώς αληθινή.

Τις ατέλειωτες νύχτες από το υποσυνείδητο του Αλέξανδρου αναδύονταν εικόνες. Πρώτα,
φυσικά, η οικογένειά του: Η εικόνα του πατέρα του, του Κωνσταντίνου, που τόσο τον είχε
πικράνει με τις άδικες επικρίσεις του από το εξωτερικό, του έφερνε παράπονο. Στο
παραλήρημά του βογκούσε κι έλεγε: «Αχ, πατέρα, αχ, πατέρα...» Αλλά όταν αναδυόταν η
εικόνα της Σοφίας, της μάνας, η πικρία έσβηνε και η αιώνια επίκληση έβγαινε από τα χείλη
του: «...Μητέρα, μητέρα, σώσε με...»

Το πρωί, καθώς ξυπνούσε εξαντλημένος, όλες αυτές οι εικόνες εξαφανίζονταν, και μπροστά
του ορθωνόταν μία εξαΰλωμένη Ασπασία και τίποτε άλλο. Τα όμορφα μάτια της ήσαν
κατακόκκινα από την ξαγρύπνια και το λυγερό κορμί της αδυνατισμένο από την άρνηση της
να φάει. Του χαμογελούσε σαν να του έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά, κι άπλωνε το τρυφερό
της χέρι πάνω στο πυρακτωμένο μέτωπό του και τον χάιδευε. Ο Αλέξανδρος έπιανε το χέρι
τρυφερά και της έλεγε να πάει ν' αναπαυθεί, εκείνη όμως αρνιόταν και τότε ο Αλέξανδρος
της έλεγε ακόμη πιο τρυφερά: «...Πήγαινε να κοιμηθείς, Μπίκα. Μην ξεχνάς πως σε λίγο
καιρό θα γίνεις μητέρα. Πρέπει να ξεκουράζεσαι για το καλό του παιδιού μας».

Αλίμονο, αυτό το παιδί δεν θα γνωρίσει τον πατέρα του...

Λίγο πριν συμπληρωθούν δύο εβδομάδες από τον τραυματισμό, καταφθάνει στην Αθήνα
ο Γάλλος καθηγητής Βιντάλ, πασίγνωστος για τις έρευνές του στα λοιμώδη νοσήματα.
Διάγνωση δεν χρειαζόταν να κάνει ο Γάλλος, διότι οι θεράποντες τον πληροφόρησαν ότι
ήδη είχε σχηματισθεί στο ήπαρ απόστημα από τη σηψαιμία. Αυτά το απόγευμα της
αφίξεώς του. Το βράδυ ζήτησε να εξετάσει τον Αλέξανδρο, και κατάπληκτος βρίσκει τον
βασιλέα κάπως ευδιάθετο να τον υποδέχεται μ' ένα ελαφρύ χαμόγελο κι ένα «Bonsoir,
Monsieur le Professeur...» Τι είχε συμβεί; Μήπως κάποιο θαύμα; Όχι. Μετά από μία φρικτή
νύχτα ο ασθενής είχε μία παροδική αλλά έντονη αναλαμπή χάρις στην τρομερή κράση του.
Το βλέμμα του Αλέξανδρου καρφώθηκε ερευνητικά στην έκφραση του Βιντάλ
προσπαθώντας να καταλάβει πώς τον βλέπει ο διάσημος καθηγητής. Ο Γάλλος τον
καθησύχασε με ηρεμία αλλά αργά τη νύχτα προειδοποίησε τους Έλληνες συναδέλφους του
ότι ο βασιλεύς θα ζήσει το πολύ τέσσερις ακόμη ημέρες.

Ο σιδερένιος Αλέξανδρος θα αντισταθεί ακόμη για οκτώ δέκα μέρες...

Ο Βιντάλ πρόσθεσε στη θεραπεία μία μέθοδο της εποχής που μπορούσε να προκαλέσει
σοβαρές παρενέργειες, το λεγόμενο «αυτοεμβόλιο». Με άλλα λόγια από το πύον του
τραύματος παρασκευαζόταν ένα εμβόλιο, το οποίο, αν το δεχόταν σε μικρές δόσεις ο
ασθενής, μπορούσε να βοηθήσει με την παραγωγή αντισωμάτων τον οργανισμό του. Ούτε
το αυτοεμβόλιο τον βοήθησε...

Την εικοστή τρίτη ημέρα (10 Οκτωβρίου 1920, με το παλαιό ημερολόγιο) φθάνει ο
καθηγητής‐χειρουργός Ντελμπέ (Pierre Delbet), μεγάλο όνομα της χειρουργικής. Από το
πλοίο που τον μεταφέρει ο Ντελμπέ αποβιβάζεται στις Κεχριές, κοντά στον Ισθμό της
Κορίνθου, όπου τον περιμένει ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο τύπου «Panhard», από αυτά που
αγαπούσε ο Αλέξανδρος. Με σχεδόν ιλιγγιώδη ταχύτητα για την εποχή ‐70 χιλιόμετρα την
ώρα‐ το αυτοκίνητο τον μεταφέρει στο Τατόι ‐ ένας προθανάτιος αγώνας δρόμου την
τελευταία στιγμή.

Ο Ντελμπέ βρίσκει τον Αλέξανδρο σε απελπιστική κατάσταση. Η σηψαιμία έχει προσβάλει
και τον έναν πνεύμονα με αποτέλεσμα συνεχείς αιμοπτύσεις. Ο Αλέξανδρος μέσα στην
κατάσταση σύγχυσης που βρίσκεται διακρίνει το αίμα και θορυβείται, η Ασπασία ωστόσο
του λέει να μην ανησυχεί, είναι πνευμονία από τη μακρά κατάκλιση.

Ο Ντελμπέ αποσύρεται σ' ένα πρόχειρο εργαστήριο και κάνει δικές του εξετάσεις. Με την
ευρυμάθεια που διακρίνει τους παλιούς γιατρούς, θέλει να βεβαιωθεί μόνος του για το
μικρόβιο που κυκλοφορεί στο αίμα προκαλώντας τη σηψαιμία, και βρίσκει άλλο από τον
στρεπτόκοκκο μικρόβιο, ένα αναερόβιο. Αλλά τι νόημα έχει πλέον αυτή η διαπίστωση; Την
εποχή εκείνη, όπως γνωρίζουμε όλοι, δεν υπήρχαν αντιβιοτικά.

[Για τους γιατρούς αναγνώστες παραθέτω τα ακόλουθα στοιχεία:

Ως γνωστόν στα δόντια ανθρώπων και ζώων υπάρχουν πάντα μικρόβια –στους πιθήκους
ειδικώς πολλά– και το πιο σύνηθες είναι ο στρεπτόκοκκος. Αναερόβια μικρόβια είναι τα
βακτηριοειδή και ο αναερόβιος στρεπτόκοκκος. Σήμερα για κάθε ένα από αυτά, όπως είναι
γνωστό, βρίσκουμε με καλλιέργεια την ευαισθησία, μεγάλη ή μικρή, στο κατάλληλο
αντιβιοτικό. Γι' αυτό και αν δεν έχει προχωρήσει η σηψαιμία, ελέγχουμε τη διασπορά της.
Υπάρχει ακόμη, όπως μ' ενημέρωσε συνάδελφος ειδικός λοιμωξιολόγος, και ιδιαίτερα στα
δόντια των πιθήκων, ένας ιός, «Β‐Virus Herpesvirus Simial», που προκαλεί
μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, που δεν ήταν όμως η περίπτωση του Αλέξανδρου.
Κατά τη γνώμη μου, η φλεγμονή, που πυροδότησε τη σηψαιμία στον βασιλέα, ήταν «μικτή
φλεγμονή» από δύο ή τρία μικρόβια.]

Πριν φύγει ο Ντελμπέ, συνέρχεται ένα τελευταίο ιατρικό συμβούλιο, όπου γίνεται λόγος για
ακρωτηριασμό. Η λύση αυτή απορρίπτεται διότι είναι πλέον πολύ αργά ‐ άλλωστε και ο
Αλέξανδρος είχε τέτοια εξάντληση ‐από τους εμετούς και τις αιμοπτύσεις‐ που δεν θα
άντεχε την επέμβαση.

Όσο πλησιάζει το τέλος, τόσο η Ασπασία αγκιστρώνεται πάνω στον αγαπημένο της. Είναι η
μόνη που δεν θέλει να παραδεχθεί ότι ο άνδρας της θα πεθάνει.
Τη νύχτα της 11ης προς τη 12η Οκτωβρίου, ο Αλέξανδρος πέφτει σε κώμα, που είναι όμως
παροδικό. Κάποια στιγμή ξυπνάει για λίγο. Το βλέμμα του είναι άτονο, το μόνο που
αναγνωρίζει γύρω του είναι η Ασπασία, και με όση δύναμη του έχει απομείνει την τραβάει
κοντά του και κρύβεται στην αγκαλιά της, σαν μικρό παιδί που ζητάει προστασία στην
αγκαλιά της μάνας του.

Ξημερώνει η 12η Οκτωβρίου 1920. Η φύση στο Τατόι είναι πια φθινοπωρινή. Όσοι αγαπούν
τον νεαρό ετοιμοθάνατο κοιτάζουν τα φύλλα των δένδρων — καθώς αρχίζουν να
κιτρινίζουν, τους φαίνονται κι αυτά πένθιμα...

Στο παλάτι όλοι, γιατροί, υπασπιστές και το προσωπικό, κινούνται αργά, όπως σε ραλαντί
ταινία, και αθόρυβα ωσάν να θέλουν να μην ταράξουν τις τελευταίες στιγμές ζωής του
Αλέξανδρου.

Ένας Γάλλος δημοσιογράφος, φίλος του Βενιζέλου, που είχε μόλις φθάσει με άλλους στην
Αθήνα, βρέθηκε στο Τατόι, όπου είδε την Ασπασία, ντυμένη με τη λευκή στολή της
νοσοκόμας, να στέκεται δίπλα στον άνδρα της απελπισμένη. Του φάνηκε σαν να σκεπτόταν
και τη λύση της αυτοκτονίας της! Οι Γάλλοι δημοσιογράφοι της έφεραν ένα πανέρι
λουλούδια για να της δείξουν τη συμπαράστασή τους. Ένας υπασπιστής, που τον γνώριζε ο
Γάλλος από το Μακεδονικό Μέτωπο, έκλαιγε σε μία γωνία γοερά σαν μικρό παιδί.
Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου ο Αλέξανδρος δεν ξυπνάει για λίγο όπως τις προηγούμενες
μέρες, αλλά συνεχίζει τα νυκτερινά παραληρήματά του. Η αναπνοή του είναι πολύ
δύσκολη, τα χείλη του σαλεύουν... Κάτι θέλει να πει... Οι γιατροί και οι φίλοι του
πλησιάζουν αθόρυβα και αφουγκράζονται... Με μισοσβησμένη φωνή ο Αλέξανδρος
περιγράφει το όνειρο που βλέπει. Όλοι έχουν παγώσει...

Καθώς το περιγράφει, η φωνή του γίνεται λίγο καθαρότερη. Βλέπει ένα ποτάμι... Στην
απέναντι όχθη στέκεται όρθιος ο παππούς του, ο Γεώργιος Α', ο αγαπημένος του
Αλέξανδρου. Με κάπως πιο δυνατή φωνή περιγράφει τη συνομιλία τους. Του λέει ο
παππούς του: «...Έλα, παιδί μου. Ήρθε η ώρα να σε πάρω...» Και ο Αλέξανδρος μέσα στ'
όνειρό του απαντάει: «Ναι, παππού, έρχομαι... Μόνο που θα ήθελα πριν φύγουμε να
γνωρίσεις την Ασπασία...» Με το αυτί της κοντά στα χείλη του η Ασπασία τα ακούει. Δεν
αντέχει άλλο και σωριάζεται με αναφιλητά σε μία καρέκλα δίπλα του. Είναι πια ένα
ανθρώπινο ράκος...

Η Ασπασία με τους φίλους του αποφασίζουν να φέρουν έναν ιερέα να τον μεταλάβει, όμως
εκείνη επιμένει ότι δεν πρέπει ο Αλέξανδρος να καταλάβει, έστω και την τελευταία στιγμή,
ότι του δίνεται η θεία μετάληψη. Καταφεύγουν σε μία μικρή σκηνοθεσία: πίσω από το
κρεβάτι του στήνεται ένα παραβάν για να κρύψει τον ιερέα, ο οποίος ψιθυρίζει τις ευχές. Η
Ασπασία παίρνει από τα χέρια του το κουταλάκι με τη μετάληψη και ανοίγοντας
προσεκτικά τα χείλη του Αλέξανδρου, του λέει δυνατά στο αυτί: «...Πιες, σε παρακαλώ, το
φάρμακό σου...»

Μετά το παραλήρημα για τον παππού, ο Αλέξανδρος βυθίζεται για λίγο. Και ξαφνικά το
παραλήρημα ξαναρχίζει με κάπως πιο δυνατή φωνή, διότι τώρα είναι πολεμικό, ηρωικό! Ο
βασιλεύς ονειρεύεται πόλεμο, τον πόλεμο της Θράκης, που υπήρξε γι' αυτόν η τελευταία
γεύση δόξας. Βλέπει την ηρωική απόβαση των Ελλήνων στα παράλια της Ραιδεστού. Η
φωνή του δυναμώνει: «...Ασπασία...» φωνάζει, «...νικάμε...» Κι έπειτα ψελλίζει: «...Πού
είναι ο Μελάς;» Μελάς είναι ο Βασιλάκης Μελάς, ένας εκ των υπασπιστών του. «...Να μου
φέρει ο Μελάς το τελευταίο πολεμικό ανακοινωθέν...» Τρέχουν οι άλλοι φίλοι, βρίσκουν
τον Μελά και τον παρακαλούν να φτιάξει από το μυαλό του κάτι σαν πολεμικό
ανακοινωθέν... Δεν προλαβαίνει... Πλησιάζει ο επιθανάτιος ρόγχος... Η Ασπασία επιμένει.
Της φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος κινεί ακόμη τα χείλη του. Της λέει: «...Μπίκα, έλα κοντά
μου...» Κολλάει το αυτί της στο στόμα του. Ακούει την τελευταία του επιθυμία, γυρίζει και
κοιτάζει τους γύρω εμβρόντητη. «...Ο βασιλεύς ζητάει τον πιστό του οδηγό, τον Μήτσο!»
Τρέχουν όλοι και βρίσκουν τον Μήτσο μέσα στο παλάτι. Ο οδηγός, ένας αγαθός γίγαντας,
συντετριμμένος, γονατίζει δίπλα στο κρεβάτι, οπότε φωνάζουν δυνατά στον Αλέξανδρο:
«...Εδώ είναι ο Μήτσος, σας ακούει...» Τα τελευταία του λόγια μόλις ακούγονται.

«Μήτσο, το αυτοκίνητο είναι έτοιμο;»

«...Πάντα έτοιμο, Μεγαλειότατε...»

«...Έχεις καλά φώτα;»

Ο Μήτσος τα χάνει... Γυρίζει και κοιτάζει την Ασπασία. Και αυτή του κάνει νόημα να λέει
συνέχεια «ναι».

«...Έχω καλά φώτα, Μεγαλειότατε...»

Μέσα στη βύθιση το πρόσωπο του Αλέξανδρου παίρνει μιαν ανεπαίσθητη έκφραση
ικανοποιήσεως.

«Μήτσο, ετοίμασέ το αμέσως, θα πάμε μακρινό ταξίδι...» Και αμέσως τα χείλη του
ψιθυρίζουν: «...Μήτσο, πάρε το τιμόνι. Κουράστηκα πια...»

Η ώρα είναι τρεισήμισι το απόγευμα. Η φωνή, αυτό το προθανάτιο ψιθύρισμα, έχει πια
σβήσει. Η Ασπασία σκύβει και τον φιλάει στα χείλη, που της φαίνονται πια παγωμένα...
Ζαρώνει στην αγκαλιά του και τα δάκρυά της βρέχουν το πρόσωπό του. Αυτή η τελευταία
ζεστή αγκαλιά της γυναίκας του σαν κάποια υπερφυσική δύναμη φέρνει ένα σκίρτημα στο
σώμα του Αλέξανδρου. Τα χείλη του κινούνται, ήχος δεν ακούγεται, αλλά όλοι
καταλαβαίνουν από την κίνηση: «Μπίκα...» Πεθαίνει με το όνομα της Ασπασίας στα χείλη
του.

Η αναπνοή του σταματάει, το κεφάλι του γέρνει στο πλάι, για τελευταία φορά.

Μέσα στη δίνη του πολέμου άνθισε ο έρωτάς του για την όμορφη κόρη. Το τελευταίο του
όνειρο ήταν για τον πόλεμο. Και η τελευταία λέξη, πριν ο Χάρος σφραγίσει τα χείλη του,
ήταν το όνομά της, το χαϊδευτικό.

Το τελευταίο ιατρικό δελτίο της 12ης Οκτωβρίου ανήγγελλε στον κόσμο λακωνικά: «Μετά
βραχείαν αγωνίαν, καθ' ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων
του προσώπου, εξέπνευσε περί ώραν 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν».

Η διατύπωση στο δελτίο ήταν μάλλον άκομψη. Σε ιατρικά ανακοινωθέντα δεν χωρούν
εκφράσεις περί «σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου»...

Η καθολική συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Αλέξανδρου σε όλους ανεξαιρέτως
τους Έλληνες επισφραγίσθηκε από ένα πρωτοφανές όσο και τραγικό γεγονός, που ελάχιστα
έχει γίνει γνωστό, ακόμη και σήμερα. Ο πιστός οδηγός του ο Μήτσος, το επίθετο Φουγαλάς,
παρέμεινε για λίγο στο παλάτι και, συντετριμμένος σε μία γωνιά, χτύπαγε το κεφάλι του.
Επαναλάμβανε μία από τις τελευταίες κουβέντες του ετοιμοθάνατου βασιλιά: «...Θα πάμε,
Μήτσο, μακρινό ταξίδι...» Ο βασιλεύς τον ήθελε μαζί του μέχρι το τέλος... Αλλόφρων και
δυστυχής, ο Μήτσος γύρισε σπίτι του και αυτοκτόνησε! Θεώρησε ότι το ύστατο καθήκον
του ήταν ν' ακολουθήσει το αγαπημένο του αφεντικό.

Η βασιλική οικογένεια στη Λουκέρνη (Lucerne) της Ελβετίας πληροφορήθηκε τον θάνατο
την άλλη μέρα το πρωί. Το σχετικό τηλεγράφημα είχε φθάσει από το βράδυ της 12ης στη
Λουκέρνη, αλλά ο ανακτορικός γιατρός σε συμφωνία με τον πρίγκιπα Νικόλαο, αδελφό του
Κωνσταντίνου, δεν ήθελαν να το ανακοινώσουν νύχτα στον Κωνσταντίνο και στη Σοφία.

Στο μεταξύ η γιαγιά του Αλέξανδρου, η βασίλισσα Όλγα, βρισκόταν καθ' οδόν μέσω Ιταλίας
για να προλάβει τον Αλέξανδρο εν ζωή, καθώς ήταν το μέλος της οικογένειας στο οποίο η
κυβέρνηση είχε δώσει άδεια να έλθει στην Αθήνα. Η Όλγα επιβιβάσθηκε στην Ιταλία σ' ένα
μικρό ιδιωτικό κότερο, το οποίο όμως συνάντησε στην Αδριατική σφοδρή τρικυμία και
καθυστέρησε πολύ.

Η γιαγιά έφθασε στο Τατόι είκοσι τέσσερις ώρες μετά τον θάνατο του εγγονού της. Τον
είχαν ταριχεύσει και ντύσει με μεγάλη στολή. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και ωραίο. Η Βασίλισσα Όλγα μόλις έφτασε στα Ανάκτορα είπε στον ιατρό Σάββα που ήταν παρών: «Σε ευχαριστώ εγώ και η Βασιλική Οικογένεια ολόκληρη, για τους κόπους τους οποίους κατέβαλες για τον εγγονό μου επί τόσες ημέρες. Αλλά γιατί δεν τον κρατήσατε μία μέρα ακόμα στη ζωή, για να τον δω ζωντανό, αφού τον άφησα παιδί και τον βρίσκω τόσο μεγάλο και ωραίο; Πως σας έφυγε αυτός ο άγγελος από τα χέρια σας;» Έπειτα ψιθύρισε: «...Τι ωραίος που είναι ο Αλέξανδρός μου...» και προσέθεσε: «...Το παιδί μου θ' αναπαυθεί στον Παράδεισο... Το παιδί μου ήταν καλό...»

Καλός κι αγαθός ο νεαρός βασιλεύς.

Από την ώρα που έσβησε ο Αλέξανδρος, η Ασπασία, ντυμένη ακόμη στη λευκή,
νοσοκομειακή στολή, κλαίει ασταμάτητα. Μετά από πολλά χρόνια θα διηγηθεί στην κόρη
της ότι εκείνη την ώρα ήθελε να πεθάνει, αλλά τη συγκράτησε η σκέψη του παιδιού που
είχε στην κοιλιά της. Στον προθάλαμο του παλατιού στέκεται το προσωπικό αμίλητο και
χωρικοί που δουλεύουν στα βασιλικά κτήματα και κάτοικοι του Μενιδίου, όλοι με τα ρούχα
της δουλειάς και λασπωμένα παπούτσια. Μερικοί από το προσωπικό ζητούν από την
Ασπασία να μπουν στο δωμάτιο να στολίσουν τον νεκρό, εκείνη όμως δεν τους αφήνει. Θα
το κάνει μόνη της... Της φέρνουν από τον κήπο τριαντάφυλλα, ντάλιες κι ένα γνησίως
ελληνικό φυτό, τα ρείκια.

Την επόμενη ημέρα, το πρωί, σύσσωμο το Υπουργικό Συμβούλιο μ' επικεφαλής τον
Βενιζέλο ανεβαίνει στο Τατόι. Η Ασπασία κατεβαίνει στο σαλόνι του ισογείου και τους
υποδέχεται με τα ίχνη της ξαγρύπνιας και της οδύνης στο πρόσωπό της. Τη συλλυπούνται
με σεβασμό, διότι τώρα πια είναι γι' αυτούς η χήρα του βασιλέως... Πρόκειται περί τραγικής
ειρωνείας ‐ έπρεπε να βρει τον θάνατο ο Αλέξανδρος για ν' αναγνωρισθεί από μερικούς
στενοκέφαλους ότι ο βασιλεύς είχε επιτέλους σύζυγο.

Ο Βενιζέλος κάνει ένα βήμα μπροστά. Η έκφρασή του είναι σοβαρή με κάποια γλυκύτητα
στη φωνή, καθώς απευθύνεται στην πονεμένη γυναίκα:

«Κυρία,
Λόγω του θανάτου του βασιλέως, το Υπουργικό Συμβούλιο σας εκφράζει τα
ειλικρινέστατα συλλυπητήριά του. Δεν σκέπτομαι να σας απευθύνω κούφια λόγια παρηγοριάς. Σε μία τόσο τρομερή δυστυχία δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε παρά μόνο την παρηγοριά του Θεού.
Σας παρακαλώ μονάχα να πιστέψετε ότι ο πόνος του λαού για τον χαμό του καλού μας
βασιλιά είναι τόσο βαθύς, όσο βαθιά είναι και η συμπάθεια που τρέφει προς εκείνη η
οποία, έχοντας μοιραστεί την ευτυχία του στη σύντομη ζωή του, χτυπήθηκε πρόωρα από
μία τόσο σκληρή δυστυχία».

Η Ασπασία κοίταξε τον Βενιζέλο και τους υπουργούς και με τη φωνή πνιγμένη από έναν
λυγμό, απάντησε: «...Ευχαριστώ απεριόριστα το Υπουργικό Συμβούλιο για τα
συλλυπητήριά του...»

Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο ο βασιλεύς κηδεύθηκε, αφού προηγήθηκε λαϊκό
προσκύνημα στη Μητρόπολη. Το τιμητικό άγημα αποτελείτο από ναύτες που έσυραν τον
παραδοσιακό κιλίβαντα με την ελληνική σημαία, ενώ στο πρόσθιο μέρος του κιλίβαντα
είχαν τοποθετήσει άσπρα λουλούδια. Παραστάτες του ναυτικού αγήματος ήσαν εύζωνοι
της ανακτορικής φρουράς, και κατά τα καθιερωμένα της εποχής πίσω από τον κιλίβαντα
ακολουθούσε το άλογο του Αλέξανδρου. Ίσως να συμβόλιζε την αγάπη του για τα ζώα, που
όμως του στοίχισαν τη ζωή.

Ο Αλέξανδρος τάφηκε στο Τατόι κοντά στον τάφο του αγαπημένου του παππού, του
Γεωργίου Α'.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου