Την άνοιξη, και ενώ ανέμεναν αθηναϊκή επίθεση, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να τοποθετήσουν φρουρά στο οροπέδιο των Επιπολών, διότι κατανόησαν πως επρόκειτο για θέση-κλειδί για την περίπτωση μιας πολιορκίας. Επελέγησαν εξακόσιοι άνδρες γι’ αυτό το σκοπό, αλλά ήταν αργά: οι
αθηναϊκές πεζικές δυνάμεις με μια αιφνιδιαστική επιχείρηση κινήθηκαν γρήγορα προς το ύψωμα και πριν προλάβουν οι Συρακούσιοι να αντιδράσουν, κατέλαβαν το οροπέδιο των Επιπολών.
Κάτοχοι πλέον των Επιπολών, οι δύο Αθηναίοι στρατηγοί αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν σε μια επίκαιρη θέση, τη Συκή, και, αφού την τειχίσουν, από εκεί να κατασκευάσουν το περιτείχισμα,
από τη μια στον Νότο, προς τον Μεγάλο Λιμένα, και από την άλλη προς τον Βορρά, προς την ακτή του Τρωγίλου. Ενώ οι Αθηναίοι προχωρούσαν στη δημιουργία του περιτειχίσματος ταχύτατα, οι Συρακούσιοι, βλέποντας τη φανερή τους αδυναμία να αντιμετωπίσουν σε μάχη κατά παράταξη τους αντιπάλους τους, προτίμησαν να επιχειρήσουν να τους σταματήσουν με άλλον τρόπο: Άρχισαν να κατασκευάζουν ένα αντιτείχισμα, το οποίο θα συναντούσε κάθετα το περιτείχισμα των Αθηναίων και θα τους εμπόδιζε να φτάσουν ως τον Μεγάλο Λιμένα. Από εδώ και πέρα αρχίζει ένας αγώνας δρόμου μεταξύ δύο δυνάμεων που δεν αντιπαρατίθενται κατά κύριο λόγο με τα όπλα, αλλά με τις πλίνθους, καθώς ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην οικοδόμηση τειχών με στόχο την αμοιβαία παρεμπόδιση και τον αποκλεισμό.
Έτσι, και οι δύο πλευρές συνέχιζαν την οικοδόμηση, οι μεν του περιτειχίσματος, οι δε του αντιτειχίσματος. Οι Αθηναίοι, εκμεταλλευόμενοι μια απροσεξία των Συρακουσίων, με μια αιφνιδιαστική επιχείρηση έγιναν κύριοι της θέσης και κατέστρεψαν το αντιτείχισμα. Ακάθεκτοι οι Συρακούσιοι προχώρησαν στην κατασκευή ενός δεύτερου αντιτειχίσματος, νοτιότερα, σε μια ελώδη περιοχή, με τον ίδιο στόχο, την παρεμπόδιση των Αθηναίων να φτάσουν το περιτείχισμα ως το λιμάνι. Και το δεύτερο αντιτείχισμα, το οποίο λόγω του ελώδους εδάφους είχε τη μορφή τάφρου, απέτυχε, καθώς καταλήφθηκε από τους Αθηναίους έπειτα από μάχη. Στη μάχη, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους επικράτησαν μεν, αλλά υπέστησαν μια πολύ σημαντική απώλεια: Ο Λάμαχος εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο και σκοτώθηκε. Η απώλεια αυτή επρόκειτο να στοιχίσει ακριβά στους Αθηναίους, καθώς ο ικανότατος και δραστήριος αυτός στρατηγός είχε επιδείξει τόλμη και αποφασιστικότητα, ιδιότητες που έλειπαν από τον Νικία, ο οποίος, άρρωστος και ταλαιπωρημένος, έμενε πλέον μοναδικός στρατηγός της εκστρατείας στην κρισιμότερη καμπή του πολέμου.
Οι Συρακούσιοι, στο μεταξύ, αποθαρρυμένοι από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, παραιτήθηκαν της προσπάθειας να εμποδίσουν τους Αθηναίους να φτάσουν το περιτείχισμα έως τον Μεγάλο Λιμένα. Η απογοήτευσή τους οφειλόταν στις αλλεπάλληλες ήττες τους και στο γεγονός πως ο αθηναϊκός στόλος είχε μεταφερθεί από τη Θάψο στον Μεγάλο Λιμένα, πολιορκώντας πλέον στενά τις Συρακούσες από τη θάλασσα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το περιτείχισμα έφτασε μέχρι τον Μεγάλο Λιμένα: Η πλάστιγγα της νίκης έμοιαζε να έχει γύρει ανεπιστρεπτί προς το μέρος των Αθηναίων. Είναι χαρακτηριστικό πως υπήρχε διάχυτη η εντύπωση ότι οι Αθηναίοι θα νικούσαν. Έτσι πολλοί Σικελοί εγκατέλειψαν την ουδετερότητα και ανοιχτά συντάσσονταν με τους Αθηναίους, ενώ από την Ιταλία έφταναν προς αυτούς τρόφιμα και ενισχύσεις. Αντίθετα, οι Συρακούσιοι, βαθιά απογοητευμένοι,
και καθώς οι ενισχύσεις από την Πελοπόννησο αργούσαν, απηύθυναν προτάσεις συμβιβασμού προς τον Νικία, τις οποίες εκείνος αρνήθηκε. Δυσαρεστημένοι οι Συρακούσιοι, καθαίρεσαν τους στρατηγούς τους και εξέλεξαν νέους.
Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Γύλιππος, με δύο λακωνικά και δύο κορινθιακά πλοία, έπειτα από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, πλησίαζε επιτέλους στον προορισμό του. Ο δε Νικίας, επαναπαυμένος, αν και πληροφορήθηκε την άφιξη του Γυλίππου στην Ιταλία, περιφρόνησε το μικρό αριθμό των πλοίων των αντιπάλων και δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε να μη φτάσει η βοήθεια στις Συρακούσες.
Όταν ο Γύλιππος έφτασε στη γη των Επιζεφυρίων Λοκρών, ενημερώθηκε πως η κατάσταση των Συρακουσών δεν ήταν τόσο απελπιστική όσο οι διάφορες διαδόσεις ήθελαν. Ενώ δηλαδή το περιτείχισμα των Αθηναίων είχε ολοκληρωθεί στο πρώτο μισό του, από τη Συκή ως τον Μεγάλο Λιμένα, το άλλο μισό τμήμα του έως τον Τρωγίλο είχε μείνει σε πολλά σημεία ημιτελές. Φαίνεται πως ο Νικίας, εφησυχασμένος από την ως τότε επιτυχία, την απελπισία των Συρακουσίων και τις προτάσεις τους για συμβιβασμό, είχε αμελήσει την ολοκλήρωση των έργων, παράλειψη που επρόκειτο να κοστίσει ακριβά στους Αθηναίους. Ενθαρρυμένος ο Γύλιππος από τη μη ολοκλήρωση του περιτειχίσματος, αποφάσισε, αφού συγκέντρωσε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια από τους Σικελιώτες, μαζί με τους άνδρες που είχε ο ίδιος φέρει, να επιχειρήσει να εισέλθει από τη στεριά στην πολιορκημένη πόλη. Πράγματι, αφού συγκέντρωσε μια διόλου ευκαταφρόνητη δύναμη, καθώς αρκετές πόλεις τον συνέτρεξαν πρόθυμα, προχώρησε με ταχύ ρυθμό προς τις Συρακούσες, ανέβηκε στις Επιπολές και από εκεί εισήλθε στην πόλη, διασχίζοντας το ημιτελές περιτείχισμα των Αθηναίων.
Έκτοτε, η πορεία των γεγονότων μεταβλήθηκε άρδην: Ενώ μέχρι τότε την πρωτοβουλία είχαν οι Αθηναίοι, πλέον οι Συρακούσιοι, με τη βοήθεια του Γυλίππου, ανέλαβαν δράση. Μία από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να καταλάβει ένα φρούριο στις Επιπολές, το Λάβδαλον, το οποίο βρισκόταν σε θέση-κλειδί πάνω στο οροπέδιο. Αμέσως μετά, μέσω του Λαβδάλου και του τείχους της πόλης τους, οι Συρακούσιοι άρχισαν να χτίζουν ένα τρίτο αντιτείχισμα, το οποίο, όπως και τα δύο προηγούμενα, είχε σκοπό να εμποδίσει τους Αθηναίους να ολοκληρώσουν το περιτείχισμα και να περικυκλώσουν την πόλη από την ξηρά. Άρχισε και πάλι ένας αγώνας δρόμου μεταξύ των δύο αντίπαλων δυνάμεων, αναφορικά με την ολοκλήρωση του τείχους. Οι Συρακούσιοι, αυτή τη φορά με νέα ενεργητικότητα από τότε που έφτασαν ο Γύλιππος και οι ενισχύσεις, κατόρθωσαν να υπερισχύσουν σε μια κρίσιμη συμπλοκή, να απωθήσουν τους Αθηναίους και να ολοκληρώσουν το αντιτείχισμά τους. Έτσι, το περιτείχισμα των Αθηναίων δεν έφτασε ποτέ ως τη θάλασσα και τον Τρωγίλο. Πλέον, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική, η πλάστιγγα άρχισε αργά αλλά σταθερά να γέρνει προς την πλευρά των Συρακουσίων. Τα πράγματα στην ξηρά είχαν τόσο μεταβληθεί από τη στιγμή της άφιξης του Γύλιππου που ο Νικίας άρχισε να λαμβάνει προστατευτικά μέτρα για το στόλο του, καθώς όλο και περισσότερο στηριζόταν σε αυτόν. Έτσι, για μεγαλύτερη ασφάλεια οχύρωσε το ακρωτήρι Πλημμύριο και μετέφερε εκεί το στόλο. Όμως οι Συρακούσιοι ιππείς δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα στους Αθηναίους ναύτες και μόλις κάποιοι έβγαιναν από το φρούριο τους σκότωναν. Η εξέλιξη δεν ήταν καθόλου θετική για τους Αθηναίους.
Καθώς το καλοκαίρι του 414 έφτανε στο τέλος του, ο Γύλιππος ξεκίνησε νέα αναζήτηση συμμάχων στο σικελικό έδαφος, ενώ παράλληλα εστάλησαν πρέσβεις στην Πελοπόννησο για να ζητήσουν και από εκεί ενισχύσεις. Οι Συρακούσιοι, δε, άρχισαν για πρώτη φορά σε αυτό τον πόλεμο να ασκούν το Ναυτικό τους, σκοπεύοντας να αναμετρηθούν κάποια στιγμή με τους Αθηναίους στη θάλασσα. Ήταν πλέον φανερό πως μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην ξηρά, ο πόλεμος έμελλε να κριθεί στη θάλασσα.
Βλέποντας αυτές τις ανησυχητικές εξελίξεις ο Νικίας, έστειλε στην Αθήνα μια επιστολή, αναλύοντας την κρισιμότητα της κατάστασης. Στην επιστολή του αυτή, που διαβάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου, εξηγούσε τη δραματική μεταβολή της κατάστασης από τη στιγμή της άφιξης του Γυλίππου και της ολοκλήρωσης του αντιτειχίσματος των Συρακουσίων. Πλέον, τονίζει ο Αθηναίος στρατηγός, οι αθηναϊκές δυνάμεις δεν είναι πολιορκητές, αλλά στην ουσία πολιορκημένοι μέσα στο ίδιο τους το οικοδόμημα, το περιτείχισμα, καθώς, όταν εξέρχονται, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν από τους ιππείς των Συρακουσίων. Επιπροσθέτως, ο Νικίας τόνισε και τον κίνδυνο επίθεσης των Συρακουσίων από τη θάλασσα, καθώς οι δύο στόλοι ήταν ισάριθμοι, ενώ τα πλοία των Αθηναίων δεν βρίσκονταν σε καλή κατάσταση επειδή είχαν παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο νερό. Ο Νικίας κατέληγε λέγοντας πως αν οι Αθηναίοι δεν έστελναν ενισχύσεις σε Πεζικό και Ναυτικό που να διπλασιάζουν τις παρούσες δυνάμεις τους, καθώς και αρκετά χρήματα, ο πόλεμος στη Σικελία ήταν για αυτούς χαμένος και θα έπρεπε να τους ανακαλέσουν. Άλλωστε, ο ίδιος ήταν πλέον σοβαρά άρρωστος και ζητούσε την ανάκλησή του και την αποστολή νέου στρατηγού.
Ο αθηναϊκός δήμος αποφάσισε να αποστείλει τις ενισχύσεις σε Πεζικό και Ναυτικό, καθώς και τα χρήματα που ζητούσε ο Νικίας για να συνεχιστεί ο πόλεμος, διπλασιάζοντας με αυτό τον τρόπο το εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία. Ο Νικίας δεν ανακλήθηκε, αλλά εκλέχθηκαν άλλοι δύο στρατηγοί, προκειμένου να τον συνδράμουν, ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδοντας. Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο, οι μεν Κορίνθιοι ετοίμαζαν είκοσι τρία πλοία προς ενίσχυση των Συρακουσίων, οι δε Σπαρτιάτες επρόκειτο να αποστείλουν στη Σικελία στράτευμα από τους ίδιους και τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους.
Η σημαντικότερη όμως εξέλιξη ήταν η προετοιμασία μιας νέας εισβολής στην Αττική. Διότι το θέρος του 414 π.Χ., η Ειρήνη του 421, αυτή η «ύποπτη ανακωχή», όπως τη χαρακτηρίζει ο Θουκυδίδης, και τυπικά πλέον έπαψε να ισχύει, αφού οι Λακεδαιμόνιοι την κατήγγειλαν. Αφορμή υπήρξε μια αθηναϊκή απόβαση και λεηλασία εδάφους της Λακεδαίμονος. Φυσικά, οι εχθρικές ενέργειες εκατέρωθεν δεν είχαν σταματήσει αυτά τα οκτώ χρόνια. Όμως, μετά και τις συμβουλές του Αλκιβιάδη, οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν πως ήταν πλέον η κατάλληλη στιγμή για να ξαναρχίσουν και επίσημα τον πόλεμο. Έτσι, την άνοιξη του 413, ο πελοποννησιακός στρατός εισέβαλε στην Αττική, αυτή τη φορά όμως με σκοπό όχι μόνο να λεηλατήσει αλλά και να οχυρώσει τη Δεκέλεια, να μείνει δηλαδή μόνιμα στο αθηναϊκό έδαφος. Το πλήγμα για τους Αθηναίους ήταν τεράστιο: Ο πληθυσμός αναγκάστηκε να μεταφερθεί ξανά εντός των τειχών, σταμάτησε ολοκληρωτικά κάθε αγροτική
δραστηριότητα, ενώ τα μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου, από τα οποία η πόλη μέχρι τότε αποκόμιζε μεγάλα κέρδη, έκλεισαν και οι δούλοι που εργάζονταν σε αυτά κατέφυγαν στους Σπαρτιάτες. Επιπλέον, όλα τα τρόφιμα μεταφέρονταν στην πόλη από τη θάλασσα, περιπλέοντας το ακρωτήρι του Σουνίου, διαδρομή επικίνδυνη αλλά και εξαιρετικά πολυέξοδη. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Αθήνα βρέθηκε στενά πολιορκημένη, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει τη Σικελική Εκστρατεία που της κόστιζε πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά, που πλέον θα έπρεπε να αντλεί αποκλειστικά από το ταμείο.
Παρά όμως την αρνητικότατη αυτή εξέλιξη, οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν και ετοιμάστηκαν να αποστείλουν τις μεγάλες ενισχύσεις στον Νικία.
Στο μεταξύ, στη Σικελία, οι Συρακούσιοι, υπό τις προτροπές του Γύλιππου και του Ερμοκράτη, εξόπλιζαν πλοία και, ξεπερνώντας τον αρχικό τους φόβο για τη ναυτική εμπειρία και δύναμη των Αθηναίων, προετοιμάζονταν να τους αντιμετωπίσουν στη θάλασσα, πράγμα που άλλωστε φοβόταν ο Νικίας.
Στη ναυμαχία που ακολούθησε, οι Αθηναίοι, αν και συγκρούστηκαν με αριθμητικά ανώτερες δυνάμεις, κατόρθωσαν να επικρατήσουν. Ενώ όμως στη θάλασσα το αποτέλεσμα ήταν θετικό για τους Αθηναίους, στην ξηρά, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ο Γύλιππος, με μια αιφνιδιαστική επιχείρηση, κατέλαβε τα αθηναϊκά οχυρά του Πλημμυρίου. Η κατάληψη των οχυρών αυτών σήμαινε πως οι Συρακούσιοι ήλεγχαν και τις δύο άκρες του στομίου του Μεγάλου Λιμένος. Πλέον, κάθε κίνηση των Αθηναίων, καθώς και η εισαγωγή των τροφίμων θα γίνονταν με μεγάλη δυσκολία: οι Αθηναίοι ουσιαστικά βρέθηκαν εγκλωβισμένοι εντός του Μεγάλου Λιμένος, πολιορκημένοι όχι μόνο από την ξηρά, αλλά και από τη θάλασσα.
Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν φυσικό, επέδρασε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο στο ηθικό των δύο στρατών. Από τη μια, στο στρατόπεδο των Αθηναίων επικράτησε τρόμος και αποθάρρυνση, ενώ οι Συρακούσιοι άρχισαν πλέον να ελπίζουν για θετική έκβαση του πολέμου. Έστειλαν μάλιστα πρέσβεις στην Πελοπόννησο για να ανακοινώσουν την είδηση της κατάληψης του Πλημμύριου, καθώς επίσης στις σικελιωτικές πόλεις για να ζητήσουν βοήθεια, ώστε να συντρίψουν τους Αθηναίους πριν φτάσουν σε αυτούς οι ενισχύσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως, δεδομένων των εξελίξεων, η γενική εντύπωση στη Σικελία είχε μεταβληθεί και η τελική νίκη των Συρακουσών έμοιαζε πλέον πολύ πιθανή. Έτσι, σχεδόν όλες οι ελληνικές πόλεις του νησιού, ακόμη και εκείνες που πριν έμεναν ουδέτερες ή αναποφάσιστες, ενώθηκαν ενάντια στους Αθηναίους, στέλνοντας στους Συρακουσίους ενισχύσεις σε Πεζικό και Ναυτικό.
Ενώ τέτοια ήταν η κατάσταση, έφτασε η είδηση πως πλησίαζαν οι ενισχύσεις των Αθηναίων. Μαθαίνοντας τα νέα, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να προκαλέσουν στους αντιπάλους ένα ολοκληρωτικό πλήγμα σε ξηρά και θάλασσα, πριν προλάβουν να φτάσουν οι ενισχύσεις. Καθώς η ναυτική σύγκρουση θα διεξαγόταν μέσα στον Μεγάλο Λιμένα, οι Συρακούσιοι, ακολουθώντας τις συμβουλές των Κορίνθιων συμμάχων τους, προσάρμοσαν τα έμβολα των πλοίων τους ώστε να είναι πιο αποτελεσματικά στον περιορισμένο χώρο. Αντίθετα, τα πλοία των Αθηναίων ήταν φτιαγμένα για συγκρούσεις σε ανοιχτή θάλασσα και γι’ αυτό ακατάλληλα για το χώρο του Μεγάλου Λιμένος, όπου, εκτός των άλλων, τα πληρώματα δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν τους συνηθισμένους ελιγμούς. Στη ναυμαχία που ακολούθησε, οι Συρακούσιοι εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο
τρόπο τα παραπάνω πλεονεκτήματα και εν τέλει νίκησαν κατά κράτος τον αντίπαλο.
Η ναυτική νίκη έδωσε στους Συρακουσίους και στους συμμάχους τους μεγάλη αυτοπεποίθηση, με αποτέλεσμα να προετοιμάζουν νέα επίθεση από ξηρά και θάλασσα, ώστε να συντρίψουν τους Αθηναίους ολοκληρωτικά. Σε εκείνη ακριβώς την κρίσιμη στιγμή έφτασαν εν τέλει οι αθηναϊκές ενισχύσεις. Επρόκειτο στην ουσία για ένα δεύτερο, ισάριθμο σχεδόν του πρώτου εκστρατευτικό σώμα, καθώς αποτελείτο από εβδομήντα τρεις τριήρεις, πέντε χιλιάδες οπλίτες και ένα μεγάλο αριθμό σφενδονητών και ακοντιστών, δύναμη που είχε συγκεντρωθεί από την Αθήνα, αλλά και από ένα πλήθος συμμάχων της. Αντικρίζοντας το μέγεθος των αθηναϊκών ενισχύσεων, οι Συρακούσιοι αποθαρρύνθηκαν και αισθάνθηκαν δέος για την αντίπαλο πόλη, η οποία, αν και η ίδια πολιορκείτο στενά στη Δεκέλεια, εν τούτοις κατόρθωσε να αποστείλει άλλο ένα εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία. Έτσι, προσωρινά, οι Συρακούσιοι εγκατέλειψαν κάθε σχέδιο επίθεσης στον αντίπαλο, προσφέροντας στους Αθηναίους το χρόνο να συντονιστούν.
Ο Δημοσθένης, στρατηγός με μεγάλες ικανότητες, τις οποίες είχε επιδείξει σε καίριες περιστάσεις στο παρελθόν, αξιολόγησε αμέσως την κατάσταση. Συνειδητοποίησε πως όλα ήταν χαμένα, εκτός κι αν οι Αθηναίοι κατόρθωναν να καταλάβουν και να καταστρέψουν το αντιτείχισμα των Συρακουσίων που εμπόδιζε την ολοκλήρωση του αθηναϊκού περιτειχίσματος και την κύκλωση της πόλης. Προκειμένου όμως να καταστραφεί το αντιτείχισμα, έπρεπε να γίνουν ξανά κύριοι των Επιπολών.
Ο Δημοσθένης, αφού κατόρθωσε να πείσει το διστακτικό Νικία για την ανάγκη δράσης και εκμεταλλευόμενος την αποθάρρυνση των Συρακουσίων, μια νύχτα επιχείρησε αιφνιδιαστική επίθεση ενάντια στο φρούριο του Ευρυήλου, στο ύψωμα των Επιπολών. Η σφοδρότατη σύγκρουση που ακολούθησε εκτυλίχθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, γεγονός που έδινε φυσικά το πλεονέκτημα στους Συρακουσίους, οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλύτερα το χώρο. Μέσα στη γενική σύγχυση, οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να ξεχωρίσουν τους εχθρούς από τους συμμάχους τους, γρήγορα αποπροσανατολίστηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν άτακτα έχοντας βαριές απώλειες.
Το αποτέλεσμα της επιχείρησης έκρινε ουσιαστικά και τον πόλεμο, καθώς στην πράξη οι Αθηναίοι δεν είχαν πλέον καμία δυνατότητα επιτυχίας κατάληψης των Συρακουσών, ενώ κινδύνευαν άμεσα να αποκλειστούν ολοκληρωτικά μέσα σε εχθρικό έδαφος. Επιπλέον, το ηθικό των ανδρών ήταν πολύ χαμηλό και πολλοί υπέφεραν από ασθένειες. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Δημοσθένης πρότεινε την άμεση αποχώρηση και την επιστροφή στην Αθήνα, η οποία πολιορκείτο και χρειαζόταν τα πλοία και τα χρήματα για την ίδια της την προάσπιση. Θα περίμενε κανείς πως ο Νικίας, που ήταν εξ αρχής αντίθετος με την εκστρατεία, θα συναινούσε. Όμως εκείνος, αν και άρρωστος, αρνείτο, καθώς φοβόταν πως αν επέστρεφε στην Αθήνα ο δήμος θα τον έκρινε αυστηρά και θα του επέβαλλε ατιμωτική τιμωρία. Θυμόταν άλλωστε πως οι στρατηγοί της πρώτης Σικελικής Εκστρατείας είχαν τιμωρηθεί
αυστηρότατα, αν και διέθεταν δυνάμεις πολύ κατώτερες από τις παρούσες. Ο Ευρυμέδων, ο τρίτος στρατηγός, συμφωνούσε με τον Δημοσθένη, αλλά μπροστά στην επιμονή του Νικία οι άλλοι δύο υποχώρησαν προσωρινά. Καθώς όμως λίγο αργότερα έφτασαν από την υπόλοιπη Σικελία και την Πελοπόννησο ενισχύσεις στις Συρακούσες, ενώ η θέση των Αθηναίων επιδεινωνόταν συνεχώς και οι άνδρες αποδεκατίζονταν από τις ασθένειες, οι αντιρρήσεις του Νικία κάμφθηκαν και αποφασίστηκε η αναχώρηση. Μια έκλειψη σελήνης, όμως, έσπειρε τον τρόμο στο στράτευμα και στον ίδιο τον Νικία, με αποτέλεσμα η αναχώρηση να αναβληθεί για άλλη μια φορά. Ήταν όμως πλέον πολύ αργά: Οι Συρακούσιοι, που είχαν πληροφορηθεί το σχέδιο αποχώρησης των Αθηναίων, αποφάσισαν να μην τους επιτρέψουν να φύγουν, αλλά να τους συντρίψουν ολοκληρωτικά.
Έτσι, στις αρχές Σεπτεμβρίου οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Αθηναίων από ξηρά και από θάλασσα. Ενώ η επίθεση στην ξηρά απωθήθηκε, το αποτέλεσμα στη θάλασσα ήταν για άλλη μια φορά καταστροφικό, καθώς πολλά αθηναϊκά πλοία καταλήφθηκαν από τον εχθρό, ο οποίος φόνευσε τα πληρώματα, μεταξύ αυτών και το στρατηγό Ευρυμέδοντα. Η θέση των Αθηναίων και των συμμάχων τους ήταν πλέον απελπιστική, ενώ το ηθικό των ανδρών είχε καταρρακωθεί, καθώς οι Συρακούσιοι είχαν αποκλείσει το στόμιο του Μεγάλου Λιμένα τοποθετώντας πλοία να περιπολούν συνεχώς. Επιθυμούσαν, βέβαια, την αιχμαλωσία ολόκληρου του
αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος και τη δόξα που αυτή η απόλυτη νίκη θα τους έδινε στα μάτια όχι μόνο του σικελικού, αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού.
Εγκλωβισμένοι οι Αθηναίοι μέσα στον Μεγάλο Λιμάνι, χωρίς τρόφιμα και βοήθεια από πουθενά, μετάνιωναν τώρα πικρά για την απόφασή τους να αναλάβουν αυτή την εκστρατεία σε τόπο τόσο μεγάλο, ισχυρό και μακρινό όπως ήταν η Σικελία. Έπρεπε όμως να σκεφτούν κάποιον τρόπο ώστε να σωθούν. Αποφάσισαν λοιπόν να επιβιβάσουν στα πλοία όλο το στράτευμα και να επιχειρήσουν με ναυμαχία να διασπάσουν τον κλοιό των αντίπαλων πλοίων που έφραζε το στόμιο του Μεγάλου Λιμένος. Αν μεν επιτύγχαναν, θα διέφευγαν. Αν όμως αποτύγχαναν, θα έκαιγαν τα πλοία και θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν από την ξηρά προς την ενδοχώρα. Όλοι γνώριζαν πολύ καλά πως μια υποχώρηση από την ξηρά ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, καθώς οι δυνάμεις των Συρακουσίων θα τους επιτίθεντο και εξασθενημένοι θα ήταν εξαιρετικά ευάλωτοι στις επιθέσεις του εχθρικού
Ιππικού. Έτσι, η μόνη ουσιαστικά ελπίδα σωτηρίας ήταν η νίκη στη θάλασσα και η φυγή με τα πλοία. Καθώς όμως είχαν υποστεί ήδη πολλές ναυτικές ήττες, το ηθικό των ανδρών βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Υπό αυτές τις κρίσιμες συνθήκες ο Νικίας επέδειξε εξαιρετική ενεργητικότητα και με έναν πολύ θερμό λόγο επιχείρησε να εμψυχώσει όλους τους άνδρες, Αθηναίους και συμμάχους από κοινού.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, το κλίμα ήταν τελείως διαφορετικό: Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση από τις συνεχείς ναυτικές τους επιτυχίες εναντίον ενός αντιπάλου που μέχρι τότε θεωρείτο ανίκητος στη θάλασσα. Γνώριζαν άλλωστε πως πλέον μάχονταν για την ολοκληρωτική νίκη επί του αντιπάλου, γεγονός που τους γέμιζε με αισθήματα εκδίκησης ενάντια σε έναν εχθρό που χωρίς προφανή αιτία ήρθε για να τους κατακτήσει.
Τέτοιο ήταν το ηθικό των δύο αντίπαλων δυνάμεων πριν από τη ναυμαχία. Η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν η πιο σφοδρή ολόκληρου του πολέμου. Ο συνολικός αριθμός των πλοίων που μάχονταν και από τις δύο πλευρές ήταν επίσης ο μεγαλύτερος μέχρι εκείνη τη στιγμή, αφού συνολικά ανέρχονταν σε διακόσια. Καθώς μάλιστα και οι δύο αντίπαλοι μάχονταν με ιδιαίτερο σθένος και επιμονή, για μεγάλο χρονικό διάστημα η σύγκρουση παρέμεινε αμφίρροπη. Εν τέλει, όμως, το υψηλό φρόνημα των Συρακουσίων, αλλά και η εξάντληση και το χαμηλό ηθικό των Αθηναίων και των συμμάχων τους, σε συνδυασμό με τη στενότητα του χώρου που δεν τους ευνοούσε, έκριναν το αποτέλεσμα: Ο αθηναϊκός στόλος δεν κατόρθωσε να διαρρήξει το φράγμα και αναγκάστηκε διωκόμενος από τον εχθρό να υποχωρήσει ξανά στο στρατόπεδό του.
Η ήττα έκρινε και την τύχη του εκστρατευτικού σώματος. Έτσι, το συναίσθημα που επικράτησε ήταν η απελπισία: κραυγές και ολοφυρμοί ακούγονταν παντού, ενώ τέτοια ήταν η απελπισία που οι Αθηναίοι δεν ζήτησαν καν από τον εχθρό τα σώματα των νεκρών, όπως συνηθιζόταν. Επειδή δε οι ναύτες είχαν εντελώς αποθαρρυνθεί και αρνούνταν να ναυμαχήσουν ξανά, όπως πρότεινε ο Δημοσθένης, δεν έμενε πλέον στο στράτευμα άλλος δρόμος παρά η από ξηράς υποχώρηση.
Υστερα από τρεις ημέρες προετοιμασιών, το εκστρατευτικό σώμα άρχισε να υποχωρεί, σε μια προσπάθεια να φτάσουν από την ξηρά στη σύμμαχο Κατάνη. Η κατάσταση των ανδρών ήταν τραγική: Εξαντλημένοι από τις κακουχίες, τις ασθένειες, την έλλειψη τροφίμων και πάνω απ’ όλα υπό το βάρος της ήττας και της καταστροφής του στόλου, περίπου σαράντα χιλιάδες ανθρώπινα ράκη εγκατέλειπαν το στρατόπεδό τους. Αφήναν πίσω άταφους τους νεκρούς συντρόφους τους και ακόμη χειρότερα τους βαριά ασθενείς, οι οποίοι εκλιπαρούσαν να τους πάρουν μαζί τους. Γνώριζαν, άλλωστε, ότι ο δρόμος της υποχώρησης μέσα στο εσωτερικό της Σικελίας θα ήταν μακρύς και εξαιρετικά επικίνδυνος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Νικίας, άρρωστος ο ίδιος και εξαντλημένος, επέδειξε εξαιρετικό ζήλο, προσπαθώντας να εμψυχώσει τους άνδρες και να τους βοηθήσει ώστε να διατηρήσουν μια στοιχειώδη τάξη και πειθαρχία κατά τη μακρά πορεία. Το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα προχωρούσε με ταχύ ρυθμό προς τα δυτικά με στόχο να βρει αρχικά εφόδια και καταφύγιο στους Σικελούς συμμάχους ώστε στη συνέχεια να κατευθυνθεί προς την Κατάνη στα βόρεια. Οι Συρακούσιοι, όμως, δεν είχαν σκοπό να αφήσουν τους Αθηναίους να γλιτώσουν. Έτσι, είχαν τοποθετήσει φρουρές σε όλα τα περάσματα, ενώ παράλληλα το Πεζικό και το Ιππικό τούς ακολουθούσε κατά πόδας και τους προκαλούσε σημαντικές απώλειες. Τέτοια ήταν η απελπισία του Νικία και του Δημοσθένη που αποφάσισαν να αλλάξουν την πορεία τους και να κατευθυνθούν προς τη θάλασσα, προς τον Νότο, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεφύγουν από τον εχθρό. Μάταια όμως: Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους πρόλαβαν και περικύκλωσαν την οπισθοφυλακή που με αρχηγό τον Δημοσθένη είχε καταληφθεί από πανικό και είχε μείνει πίσω. Το τμήμα αυτό του στρατού παραδόθηκε και αιχμαλωτίστηκε, ενώ ο Νικίας, που οδηγούσε ακόμη το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού, αρνήθηκε να παραδοθεί και συνέχισε την απέλπιδα πορεία, αν και το στράτευμα ήταν τελείως εξαντλημένο και χωρίς καθόλου τρόφιμα.
Την επόμενη ημέρα, και καθώς οι Συρακούσιοι ακοντιστές τούς παρενοχλούσαν από παντού, βρέθηκαν στον ποταμό Ασσίναρο: Η αφόρητη δίψα των στρατιωτών επικράτησε και χωρίς να λογαριάζουν τον εχθρό που τους περικύκλωσε έπεσαν στο ποτάμι αγωνιζόμενοι μεταξύ τους για το νερό. Η σφαγή που ακολούθησε ήταν ανελέητη και γρήγορα το νερό του ποταμού θόλωσε από το αίμα. Οι εξαντλημένοι, όμως, στρατιώτες συνέχισαν να πίνουν. Μπροστά στο τρομερό αυτό θέαμα, ο Νικίας παραδόθηκε στον Γύλιππο και η σφαγή σταμάτησε. Ο πόλεμος στη Σικελία είχε τελειώσει.
Η τύχη που επιφύλαξαν οι Συρακούσιοι στους αιχμαλώτους ήταν πραγματικά σκληρή. Οι στρατηγοί, ο Νικίας και ο Δημοσθένης, εκτελέστηκαν αμέσως, παρά την αντίθετη επιθυμία του Γυλίππου, που θα προτιμούσε να τους μεταφέρει αιχμάλωτους στη Σπάρτη. Από την άλλη, αρκετοί άνδρες αιχμαλωτίστηκαν από ιδιώτες και, αφού για κάποιο χρονικό διάστημα υπηρέτησαν ως οικιακοί δούλοι, οι περισσότεροι απελευθερώθηκαν ή διέφυγαν και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η μοίρα, όμως, των επίσημων αιχμαλώτων ήταν πολύ σκληρότρη. Εκείνοι φυλακίστηκαν στα λατομεία των Συρακουσών, μέσα σε στενές και τελείως ανθυγιεινές στοές, όπου αναγκάστηκαν να μείνουν αρκετούς μήνες με ελάχιστη τροφή και νερό.
Η πόλη των Συρακουσών, παρά τις αρχικές δυσκολίες, κατόρθωσε να βγει νικήτρια σε αυτό τον αγώνα απέναντι στη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής και να αποκομίσει φυσικά μεγάλη αίγλη σε πανελλήνιο επίπεδο. Σε ανάμνηση της λαμπρής νίκης τους, οι Συρακούσιοι θέσπισαν αγώνες που πήραν το όνομα του ποταμού Ασσίναρου, όπου παίχτηκε, θα έλεγε κανείς, και η τελευταία πράξη του δράματος αυτού του πολέμου. Επίσης, οι Συρακούσιοι εξέδωσαν αναμνηστικά νομίσματα για τη νίκη τους επί των Αθηναίων.
Η Σικελική Εκστρατεία, όπως άλλωστε τονίζει ο Θουκυδίδης, υπήρξε από πολλές απόψεις το σημαντικότερο γεγονός του Πελοποννησιακού Πολέμου, καθώς η νίκη της μιας πλευράς και η ήττα της άλλης ήταν συντριπτικές και απόλυτες. Η Αθήνα, η οποία είχε αποστείλει με κατακτητικούς σκοπούς μια τεράστια δύναμη στο μακρινό νησί της Σικελίας, δεν θα ξανάβλεπε ποτέ εκείνα τα πλοία και τους άνδρες και, πλέον, με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, με το ηθικό καταρρακωμένο και το ταμείο σχεδόν άδειο, θα αναγκαζόταν να πολεμήσει ξανά, αυτή τη φορά όχι για τη δόξα, αλλά για την ίδια της την επιβίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου