Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ο Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος

Ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 17ου αιώνα είναι ο Κρητικός Πόλεμος, όπως ονομάζεται η μακρόχρονη και αιματηρότατη πάλη της Βενετίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για τη σωτηρία του Βασιλείου της Κρήτης. O αγώνας αυτός προσέλαβε γρήγορα πανευρωπαϊκές διαστάσεις, καθώς στη δίνη του αναμείχθηκαν όλοι σχεδόν οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες της εποχής, ιδίως κατά τους τελευταίους χρόνους της πολιορκίας του Χάνδακα (σημερινού Ηρακλείου).


Η Κρήτη ήταν στα μέσα του 17ου αιώνα o τελευταίος προμαχώνας της χριστιανικής Ανατολής. H σωτηρία της δεν ήταν απλώς ζήτημα γοήτρου για το χριστιανικό κόσμο. Ήταν γεγονός ύψιστης πολιτικής και στρατιωτικής σημασίας, γιατί θα καθόριζε αποφασιστικά τα όρια και τις σχέσεις δύο διαφορετικών κόσμων και δύο πολιτισμών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο o πόλεμος αυτός εξιστορήθηκε με κάθε λεπτομέρεια από Ευρωπαίους και Τούρκους σύγχρονους και μεταγενέστερους και συγκίνησε όσο λίγα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. O Αλέξανδρος Κομνηνός Υψηλάντης, στα «Μετά την Άλωσιν» γράφει για τον πόλεμο αυτό: «Αν αυτός o πόλεμος ακολουθούσεν επί των πάλαι ποιητών, ήθελε γυμνάσει τους καλάμους όλων των συγγραφέων και ο Παρνασσός ήθελεν εύρει ύλην μεγαλυτέραν από της του εν Τρωάδι πολέμου' όποιος θέλει να ισοσταθμίση αμφοτέρους, θέλει εύρει τους πολέμους όπου συνεκροτήθησαν υπό τοις τείχεσι τον Ιλίου μικροτέρους κατά την αιματοχυσίαν των υπό τω Κάστρω της Κρήτης πολέμων». Και είναι αληθινά περίεργο και όχι ιδιαίτερα τιμητικό, που ένα τόσο μεγάλης σημασίας γεγονός της εθνικής μας ιστορίας δεν προβάλλεται στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας.
Μετά την υποταγή της Κύπρου (1570) η Κρήτη παρέμενε o μοναδικός προμαχώνας της χριστιανικής Ευρώπης στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εξαιρετικά προνομιακή θέση της, τα μεγάλα λιμάνια και τα οχυρά της, το μέγεθος, o πλούτος και η ποικιλία των προϊόντων της, ήταν για τους Τούρκους μια μόνιμη και ερεθιστική πρόκληση. Και ήταν φανερό ότι μετά την Κύπρο θα είχε σειρά η Κρήτη. Με την υποταγή της Κρήτης θα συμπληρωνόταν ο κύκλος των τουρκικών κατακτήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ωστόσο, η εξέλιξη των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων, μετά την πολύκροτη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), εμπόδισε και μετατόπισε χρονικά την τουρκική επιχείρηση για την κατάκτηση της Κρήτης. H καταστροφή της μεγάλης τουρκικής αρμάδας και η βαθιά πολιτική κρίση που ακολούθησε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τη στρατιωτική και οικονομική αποσύνθεση και την αποδιοργάνωση της διοικητικής μηχανής, ανέστειλαν για πολλές δεκαετίες την επανάληψη των κατακτητικών επιχειρήσεων. Αλλά και από το άλλο μέρος, οι Χριστιανοί ηγεμόνες της Ευρώπης, βαθύτατα διχασμένοι εξαιτίας της θρησκευτικής μεταρρύθμισης και εξαντλημένοι από τους μακροχρόνιους εξωτερικούς πολέμους, βρέθηκαν απρόθυμοι να εμπλακούν σε νέες περιπέτειες. Έτσι δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από τη μεγάλη νίκη τους στη Ναύπακτο. Αποτέλεσμα αυτής της αμφοτερόπλευρης κάμψης ήταν μια μακρόχρονη περίοδος ειρήνης, που κράτησε τρία τέταρτα του αιώνα (1571-1645) και είναι μια από τις μακρότερες ειρηνικές περιόδους στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέσα στις ευνοϊκές συνθήκες της ειρήνης αυτής αναπτύχθηκε στην Κρήτη η πλούσια και ελπιδοφόρα πολιτιστική ανθοφορία, που έμελλε, δυστηχώς, να διακοπεί απότομα, βίαια και οριστικά στα μέσα του 17ου αιώνα.

Βενετία και Τουρκία κατά το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα

Από τις αρχές του 17ου αιώνα η Τουρκία φαίνεται να ξεπερνά την εσωτερική της κρίση και να σταθεροποιείται σταδιακά. Η άνοδος στο θρόνο του σουλτάνου Μουράτ Δ' (1623-1640), που αναδείχθηκε ένας από τους πιο δυναμικούς σουλτάνους, έδωσε νέα ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που φάνηκε αμέσως με την αναδιοργάνωση του στρατού και με την ανόρθωση της οικονομίας. Μέσα σε μια δεκαετία μόλις, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αισθανόταν πάλι αρκετά ισχυρή για νέους κατακτητικούς πολέμους.

Αντίθετα, η Βενετία μαστίζεται την εποχή αυτή από βαριά και αθεράπευτη οικονομική κρίση, που άρχισε να εκδηλώνεται στα τέλη του 16ου αιώνα και να επιδεινώνεται με ρυθμό ανησυχητικό. Αρκεί να σημειωθεί, ότι στις παραμονές του Κρητικού Πολέμου δεν ήταν σε θέση να συντηρεί περισσότερους από 4.000 μισθοφόρους σε όλη την Κρήτη. Για πρώτη φορά στη μακραίωνη περίοδο της Βενετοκρατίας η Μητρόπολη δεν καταβάλλει τακτικά τους μισθούς των αξιωματικών και των στρατιωτών, οι οποίοι, για να ζήσουν, αναγκάζονται να ασκούν διάφορα επαγγέλματα, του ράφτη, του κουρέα, του υποδηματοποιού κ.λπ. Ο άλλοτε κραταιός στόλος της Γαληνότατης περιορίζεται αριθμητικά, ενώ όλο και πληθύνονται τα κρούσματα της απροθυμίας των ίδιων των Βενετών να υπηρετήσουν στις γαλέρες.

Η αμυντική κατάσταση στην Κρήτη δεν είναι καλύτερη. Ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα οι δούκες και οι Γενικοί Προβλεπτές επισημαίνουν στις Εκθέσεις τους τις αδυναμίες των οχυρωματικών έργων και κάνουν αγωνιώδεις εκκλήσεις για την επείγουσα ανάγκη να επιδιορθωθούν τα τείχη, τα υδραγωγεία, οι δεξαμενές, να κατασκευαστούν νέα οχυρωματικά έργα, να οργανωθεί o στόλος και o στρατός. Ωστόσο, οι αμυντικές προετοιμασίες στην Κρήτη δεν προχώρησαν και για έναν ακόμη λόγο. Οι Βενετοί έμεναν πάντοτε με την ιδέα ότι μια νέα τουρκική επιθετική ενέργεια θα εκδηλωνόταν στη νότια Ιταλία (Απουλία) και όχι στην Κρήτη. 'Ηταν και αυτό μια νίκη της τουρκικής διπλωματίας, που εντέχνως διέδιδε τις φήμες για τις δήθεν προθέσεις των Τούρκων.

Μεγάλες ελπίδες θα μπορούσε να στηρίξει η Βενετία στους ίδιους τους Κρητικούς, που αποτελούσαν και την επιτόπια πολιτοφυλακή (14.000 άνδρες περίπου κατά τις παραμονές του πολέμου). Είναι αλήθεια ότι η βενετική πολιτική, μπροστά στην τουρκική απειλή, είχε γίνει από καιρό ηπιότερη και οι σχέσεις των δυο στοιχείων στο νησί ήταν στενές και αρμονικές. Όμως η Βενετία δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει τους φόβους της και να εκτιμήσει τη σοβαρότητα του κινδύνου. Δεν τόλμησε να
εξοπλίσει τους Κρητικούς και να τους χρησιμοποιήσει στην άμυνα της πατρίδας τους. Το φεουδαρχικό πνεύμα, που εξακολουθούσε να βλέπει την Κρήτη μόνο ως αποικία για οικονομική εκμετάλλευση, δεν υποχώρησε ούτε μπροστά στον έσχατο κίνδυνο. Έτσι, ο Κρητικός λαός βρέθηκε όχι μόνο απροετοίμαστος, αλλά και σε μεγάλο ιστορικό δίλημμα, που το εκφράζει
εύγλωττα ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου, ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής:

Από κακό σ' χειρότερο ἐπέσασιν οἱ μαύροι
καὶ δεν κατέχουσι να που, Τούρκοι εἶν' καλλιὰ ή Φράγκοι!

Αφορμή του πολέμου

Την αφορμή της τουρκικής εισβολής στην Κρήτη την έδωσε ένα συνηθισμένο πειρατικό επεισόδιο. Οι Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας, που κατά την περίοδο αυτή είχαν επιδοθεί σε πειρατικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, συνέλαβαν κοντά στα κρητικά παράλια ένα τουρκικό πλοίο, που μετέφερε προσκυνητές στη Μέκκα, το 1644. Κατά τους τουρκικούς ισχυρισμούς, οι πειρατές μετέφεραν τους αιχμαλώτους στα Χανιά, όπου και έδωσαν μέρος από τα λάφυρα στο Βενετό στρατηγό. Οι Βενετοί ιστορικοί αρνούνται κατηγορηματικά την ενοχή και μιλούν για
προμελετημένη τουρκική πρόφαση. Αξίζει επίσης να αναφερθεί εδώ ότι το γεγονός αυτό της πειρατείας πήρε διαστάσεις θρύλου, σύμφωνα με τον οποίο, στο πλοίο που αιχμαλωτίστηκε,
επέβαινε και η βαλιδέ σουλτάνα (βασιλομήτωρ), η αιχμαλωσία της οποίας κίνησε την εκδικητική μανία των Τούρκων. Το θρύλο δημιούργησε το όνομα «Σουλτάνα», που ήταν όμως το όνομα
του πλοίου και δεν είχε καμιά σχέση με τη βασιλομήτορα του τουρκικού θρόνου. Η πειρατεία πάντως στάθηκε και αυτή τη φορά, όπως και στην αρχαιότητα με τους Ρωμαίους, η μοιραία

αφορμή της τουρκικής εισβολής.

Η τουρκική απόβαση και η πτώση των Χανίων
Μια μεγάλη τουρκική στρατιά, που την αποτελούσαν 100 πολεμικά πλοία και 350 μεταγωγικά, με 50.000 άνδρες, από τους οποίους 7.000 γενίτσαροι, ξεκίνησε για την Κρήτη στις αρχές του θέρους του 1645. Αρχηγός του στόλου ήταν ο Γιουσούφ πασάς και του στρατού ο Μουσά πασάς και ο Μουράτ Αγά. Η απόβαση έγινε στις 23 Ιουνίου 1645 κοντά στο μοναστήρι της Κυρίας Γωνιάς, στο δυτικό άκρο του κόλπου των Χανίων, χωρίς αντίσταση. Σε λίγες ώρες οι Τούρκοι χτύπησαν την οχυρωμένη νησίδα Θοδωρού, που την υπεράσπιζε μικρή φρουρά με το γενναίο φρούραρχο Ιουλιανό. Ύστερα από τετράωρο απεγνωσμένο αγώνα, ο Βενετός φρούραρχος αποφάσισε να ανατινάξει το φρούριο, τη στιγμή που οι εχθροί είχαν εισορμήσει στον περίβολό του.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας τα τουρκικά στίφη, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα, έφτασαν στις παρυφές των Χανίων, που ήδη βομβαρδίζονταν από τον τουρκικό στόλο, και αμέσως άρχισε η πολιορκία του φρουρίου. Την ευθύνη της άμυνας είχαν ο στρατηγός Κορνάρο και ο ρέκτορας (διοικητής) Φεναρόλο. Τη φρουρά αποτελούσαν μόλις 800 μισθοφόροι και άλλοι 1.000 ένοπλοι πολιτοφύλακες, Έλληνες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Με γενναιότητα αξιοθαύμαστη η φρουρά των Χανίων υπομένει τις επάλληλες επιθέσεις των Τούρκων και μάχες λυσσώδεις συνάπτονται έξω από τα τείχη, ενώ οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται χωρίς διακοπή, ημέρα και νύκτα. Προσπάθεια των Βενετών να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό, με την κινητοποίηση ένοπλων Κρητικών από το Σέλινο και τα Σφακιά, δεν απέδωσε. Οι ανοργάνωτες ομάδες των Κρητικών, με αρχηγούς τον Μιχαήλ Καλλέργη από τα Σφακιά και τον Λουκά Μπαρότση από το Σέλινο, αποδεκατίστηκαν από τους αριθμητικά υπέρτερους και καλύτερα οπλισμένους Τούρκους στρατιώτες. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι από τις πρώτες κιόλας ημέρες της τουρκικής εισβολής σχηματίστηκαν στο νησί σώματα ατάκτων. Η Κρητική αντίσταση είχε κιόλας αρχίσει από τους ατίθασους χωρικούς. Οι «Χαΐνηδες», όπως ονομάστηκαν από τους Τούρκους και για τους οποίους θα γίνει λόγος παρακάτω, αναφέρονται ήδη στα αρχαιότερα έγγραφα των τουρκικών αρχείων.

Μια άλλη προσπάθεια των Βενετών, να κινητοποιήσουν μεγάλη δύναμη Μανιατών, δεν τελεσφόρησε. Η πολιορκία γινόταν καθημερινά σκληρότερη και ο κλοιός γύρω από την πόλη ασφυκτικός. Ο Βενετός ναύαρχος Μαρίνο Καπέλλο αποκλεισμένος στη Σούδα δεν αποτόλμησε έξοδο για να ενισχύσει τους πολιορκημένους και περιορίστηκε μόνο στην αποστολή εφοδίων με τρία κάτεργα. Ένα χρονικό σημείωμα σε χειρόγραφο του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης (Ηράκλειο) επιρρίπτει ευθύνες στον Καπέλλο για την αμέλεια του: «Καὶ 1646 ιουνίου 29: ήλθε ή αρμάδα τουρκίνα στα Χανία καὶ έφερε σεκόρσο και ανάθεμα τὸν Καπέλλο τὸ γενεράλε». Αλλά και η ναυτική μοίρα της Βενετίας που ναυλοχούσε στο Ιόνιο δεν τόλμησε να ενεργήσει επίθεση κατά του τουρκικού στόλου. Ο λαός. μαστιζόμενος από την πείνα, τις επιδημίες και τον ασταμάτητο βομβαρδισμό, είχε περιέλθει σε απόγνωση. 

Στην κρίσιμη αυτή περίοδο της θανασιμης πάλης διακρίθηκαν για τη γενναιότητα και την τόλμη τους πολλοί Έλληνες,
κληρικοί κυρίως, όπως οι ηγούμενοι Κύριλλος Συρίγος και Φιλόθεος Σκούφος. Ο πρώτος με 100 μοναχούς υπεράσπισε με αυταπάρνηση το Ρεβελλίνο, ενώ ο δεύτερος αγωνίστηκε με 34 μοναχούς στο μοναστήρι της Κυρίας Χρυσοπηγής και μόλις κατόρθωσε να διαφύγει με δύο συντρόφους του στη Σούδα. Αναφέρεται ακόμη στις Εκθέσεις η ηρωική δράση γυναικών, που έφερναν στους μαχόμενους στρατιώτες τρόφιμα και εφόδια ή
πολεμούσαν σαν άνδρες στις επάλξεις και στις πύλες του φρουρίου. 

Στις αρχές Αυγούστου η κατάσταση ήταν πια απελπιστική. Οι πολιορκούμενοι μπορούσαν ακόμη να αποκρούουν τις συνεχείς εφόδους των Τούρκων, αλλά τα τείχη είχαν ήδη υποστεί σοβαρά ρήγματα και η φρουρά είχε αποδεκατισθεί. Πρόταση για παράδοση του φρουρίου απορρίφθηκε χωρίς συζήτηση. Ακολούθησε η φοβερή έφοδος της 17ης Αυγούστου, που αποκρούστηκε επίσης, αλλά με αίμα πολύ. 600 άνδρες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Τα περιθώρια αντοχής ολοένα και λιγόστευαν και οι υπεύθυνοι για την άμυνα της πόλης άρχισαν πια να μελετούν την παράδοση με έντιμους όρους. Η πρόταση με τους όρους έγινε δεκτή από τον Τούρκο πασά και η πόλη παραδόθηκε στις 22 Αυγούστου 1645, έπειτα από ηρωική αντίσταση δύο μηνών.

Οι ελάχιστοι άνδρες της φρουράς μαζί με πολλούς κατοίκους αναχώρησαν για τη Σούδα. Όσοι έμειναν στην πόλη κακοποιήθηκαν βάναυσα και οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία, ενώ τα μοναστήρια και οι ναοί λαφυραγωγήθηκαν. Ακόμη και οι τάφοι των νεκρών βεβηλώθηκαν.

Η απώλεια των Χανίων υπήρξε για τη Βενετία ο πρώτος ισχυρός κόλαφος και το δυσοίωνο προμήνυμα για την ολοκληρωτική κατάληψη της Κρήτης. Οι Τούρκοι εδραιώθηκαν και σε λίγο χρόνο κατέκτησαν και τα περισσότερα χωριά της δυτικής Κρήτης, κυρίως στις επαρχίες Κισσάμου, Κυδωνίας και Αποκορώνου, μαζί με τα φρούρια των περιοχών αυτών. Η κατοχή του φρουρίου της Σούδας από τους Βενετούς δεν είχε πια και πολύ μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα μετά το 1646, όταν οι Τούρκοι έκτισαν το πρώτο φρούριό τους στο Καλάμι. Η απώλεια των Χανίων ήταν οριστική και οι προσπάθειες των Βενετών με τον Αντρέα Κορνάρο για την ανακατάληψη της πόλης δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.

Η άλωση του Ρεθύμνου

Ο επόμενος μεγάλος στόχος των Τούρκων ήταν το Ρέθυμνο. Μεγάλη τουρκική στρατιά από 40.000 άνδρες, με αρχηγό τον Ντελή Χουσεΐν αποβιβάστηκε στη Σούδα στις 2 Ιουλίου 1646
και αμέσως κινήθηκε προς τα ανατολικά, λεηλατώντας και κατακαίοντας τα χωριά. Είναι αλήθεια ότι οι Τούρκοι εξέδωσαν αυστηρές διαταγές για την περιστολή των βιαιοπραγιών και το
σεβασμό των περιουσιών των Κρητών, σε μια προσπάθεια να κινήσουν τη συμπάθεια του γηγενούς πληθυσμού. Από τα πρώτα επίσης μέτρα που έλαβαν ήταν η αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας στο νησί, με το διορισμό του Νεοφύτου Πατελλάρου, μοναχού του Αρκαδίου, ως πρώτου ορθόδοξου μητροπολίτη. Τα πολιτικά όμως μέτρα ελάχιστα μπόρεσαν να συγκρατήσουν τους εξαγριωμένους γενιτσάρους. Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής μας δίνει δραματικές περιγραφές των τουρκικών ωμοτήτων. 

Η προσπαθεια των Τούρκων να κυριεύσουν το φρούριο της Σούδας απέτυχε, τα βενετικά πλοία όμως που ναυλοχούσαν εκεί ήταν εκτεθειμένα στον ανελέητο βομβαρδισμό των τουρκικών πυροβόλων, που τοποθετήθηκαν στο υπερκείμενο Καλάμι. Έτσι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το λιμάνι της Σούδας και να καταφύγουν στο Ρέθυμνο.

Η πολιορκία του Ρεθύμνου άρχισε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1646. Η φρουρά ήταν ολιγάριθμη, με αρχηγούς τον Δον Καμίλλο Γκονζάγκα και τον προνοητή Μολίνο. Τη γενική εποπτεία είχε ο Γενικός Προβλεπτής της Κρήτης Ανδρέας Κορνάρος. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της πολιορκίας οι βενετικές Αρχές, προβλέποντας τη δυσκολία και τους κινδύνους από τον ακατάπαυστο βομβαρδισμό, αποφάσισαν να μεταφέρουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο Χάνδακα, κυρίως τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους. Οι άτυχοι αυτοί φυγάδες έζησαν ολόκληρη περιπέτεια, καθώς οι αρχές και ο λαός του Χάνδακα τους έδιωχναν, κυρίως από το φόβο της επιδημίας που είχε εκδηλωθεί το θέρος
εκείνο. Αλλά και σε όλους ήταν ανεπιθύμητοι στους δύσκολους εκείνους καιρούς. Περιπλανώμενοι, πεινασμένοι και πικραμένοι αναγκάζονταν πολλές φορές να καταφεύγουν στους Τούρκους για προστασία. Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής με συγκρατημένη αγανάκτηση γράφει:

Στην Κρήτη ( = Χάνδακα) ὁπου ήτονε δεν ήβρα ελεημοσύνη
όχι, μα τσι γογγύζασι με πλήσια κακοσύνη.
Σωπαίνω σ' ό,τι επάθασι κι ως εδεπά τ' αφήνω
κι ουδένα δεν κακολογώ ουδέ και κατακρίνω...

Αξίζει να σημειώσουμε ότι πολλοί κέρδισαν την εύνοια των Τούρκων και πήραν αργότερα και διάφορα αξιώματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ανδρέα Μηλιώτη, που έγινε αργότερα Γραμματικός της Πόρτας στον τουρκοκρατούμενο Χάνδακα.

Οι περιγραφές της πολιορκίας του Ρεθύμνου είναι δραματικές. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί, η έλλειψη τροφίμων και εφοδίων, το πλήθος των νεκρών και των πληγωμένων, έχουν δημιουργήσει στην πόλη κατάσταση φρικιαστική. Παρ' όλα αυτά η άμυνα συνεχίζεται και κάθε πρόταση για παράδοση απορρίπτεται. Με προκηρύξεις, που εξακοντίζονται στο φρούριο με βέλη, οι Τούρκοι παρακινούν τους πολιορκουμένους, κυρίως τους Έλληνες, να παραδοθούν, με εγγυήσεις προστασίας.

Επικουρίες δεν έρχονται από πουθενά. Μια μικρή γαλλική μοίρα επιχείρησε να αποβιβάσει Γάλλους στρατιώτες, αλλά αναγκάστηκε να απομακρυνθεί κάτω από τα πυρά των Τούρκων. Στη μεγάλη έφοδο της 11ης Οκτωβρίου οι εχθροί κατόρθωσαν να καταλάβουν μέρος των τειχών και να ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου. Η φρουρά όμως και πολλοί άμαχοι πρόλαβαν και κλείστηκαν στο φρούριο της Φορτέτσας. 'Ετσι άρχισε νέα φάση της πολιορκίας, που διήρκεσε 23 ημέρες. Με τη συνθήκη της 13ης Νοεμβρίου 1646 το φρούριο παραδόθηκε στους Τούρκους. Πολλοί από τους κατοίκους εκπατρίστηκαν. Άλλοι κατέφυγαν στον Χάνδακα και άλλοι στα Επτάνησα. Η ωραία πόλη με τη λαμπρή πνευματική παράδοση περνούσε κι αυτή με τη σειρά της στη βαθιά και πολυώδυνη νύκτα της τουρκικής δουλείας.

Η συνέχεια των τουρκικών επιχειρήσεων.
Η πορεία προς το Χάνδακα

Η άλωση του Ρεθύμνου στερέωσε την τουρκική κατοχή στη Δυτική Κρήτη, όπου ελάχιστα τμήματα παρέμεναν ακόμη ελεύθερα στο τέλος του 1646. Το σχέδιο της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας ήταν η προοδευτική κατάκτηση του νησιού και η απομόνωση του Χάνδακα. Γνώριζαν πολύ καλά ότι η οριστική έκβαση του αγώνα θα κρινόταν κάτω από τα γιγαντιαία τείχη του μεγάλου φρουρίου, που ήταν πραγματικά το ισχυρότερο της Ανατολής, «άριστον δείγμα της μεσαιωνικής οχυρωματικής». Τα τείχη του Χάνδακα, που άρχισαν να χτίζονται το 1462, με το τεράστιο θαλάσσιο φρούριο, τον Κούλε, θεωρούνταν απόρθητα.

Ένα μόλις μήνα μετά την άλωση του Ρεθύμνου οι τουρκικές ορδές βρίσκονταν στην περιοχή του Χάνδακα. Την άνοιξη του 1647 έφτασαν νέες τουρκικές επικουρίες, που επιδόθηκαν με ιδιαίτερη αγριότητα σε ληστρικές επιχειρήσεις κατά των χωριών στην Κεντρική και Ανατολική Κρήτη. Οι Βενετοί προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους με αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις. Αποβάσεις έγιναν από τους Βενετοὐς στο Μυλοπόταμο και στο Μεραμπέλλο και κατά τις επιχειρήσεις αυτές διακρίθηκε ο στρατηγός Γιλδάς, ο οποίος όμως ηττήθηκε σε επιχείρηση στο Χάρακα της Μεσαράς. 

Παράλληλα οι Βενετοί επιδίωξαν να κινητοποιήσουν τον κρητικό πληθυσμό και μάλιστα τους κληρικούς, που αποτελούσαν μεγάλη δύναμη και ασκούσαν επιρροή στους χωρικούς. Αξίζει να αναφέρουμε ιδιαίτερα τη δράση του ηρωικού ηγουμένου της μονής Αγκαράθου Αθανασίου Χριστοφόρου, ο οποίος πολέμησε με πρωτοφανή γενναιότητα και, κατά τη μαρτυρία του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, έστησε στο Χάνδακα αψίδα με κεφάλια Τούρκων, για να περάσει ο Βενετός στρατηγός Ντολφίν:

Κι ὁ Γούμενος ὡς νικητἡς κι όλοι οἱ Ρωμαίοι βγήκαν
κι ὅσα κεφάλια κόψασι στὴ Χώρα μέσα μπήκαν
κι ἐφέρασί τα μετ' αὐτοὺς κι ὅλοι ἐκεῖ χαρηκαν...
Κι άρχισε μὲ τὲς κεφαλὲς μιὰ πόρτα να 'ρδινιάσση
εισὲ καμάρα τρίγυρα για να 'ρθη να περάση
ό γενεράλες ὁ Ντολφής...

Μετά την καταστροφή της Αγκαράθου το 1648 ο ηγούμενος Αθανάσιος Χριστοφόρος κατέφυγε στην Ιταλία, συναποκομίζοντας πολυάριθμα κειμήλια και χειρόγραφα της μονής.

Ο διάσημος λόγιος κληρικός Γεράσιμος Βλάχος ανέλαβε να εμψυχώσει τους χωρικούς στην Πεδιάδα και στο Μεραμπέλλο. Προσέφερε επίσης μεγάλα χρηματικά ποσά στον αγώνα κατά των Τούρκων και πολέμησε αργότερα στα τείχη του Χάνδακα με πρωτοφανή γενναιότητα, μαζί με τους δύο ανιψιούς του, τον Γρηγόριο Βλάχο και τον Αρσένιο Καλούδη.

Την άνοιξη του 1648 ολόκληρη σχεδόν η Κρητική ύπαιθρος είχε περιέλθει στην κατοχή των Τούρκων. Ορισμένες περιοχές, όπως η Σητεία, υπέστησαν πρωτοφανείς καταστροφές. Στα χέρια των Βενετών έμεναν μόνο τα τρία θαλάσσια φρούρια, της Γραμπούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας. Οι χωρικοί είχαν φτάσει σε απόγνωση, με την καταστροφή των σπιτιών τους και τη διαρπαγή των αγαθών τους, καθώς και με την επιβολή επαχθέστατης φορολογίας από τους κατακτητές. Συνέβησαν τότε γεγονότα απίστευτα. Αναφέρονται περιπτώσεις χωρικών, που πουλούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και εξαφανίζονταν ή προσχωρούσαν στη μουσουλμανική θρησκεία, με την προσδοκία κάποιας καλύτερης τύχης. Οι εξισλαμισμοί είχαν κιόλας αρχίσει στην Κρήτη. Αν πιστέψουμε τον περιηγητή Π. Ρίτσαρντ, το 1657 είχαν προσχωρήσει στον ισλαμισμό 60.000 Κρητικοί. Το φαινόμενο σημειώνει με πόνο και ο Μπουνιαλής:

...ὅπου πολλοὶ Χριστιανοί γιὰ μιας σαλαβατίσαν
καὶ τοὺς σταυρούς ἐρρίκτασι, τὴν πίστιν άθετῆσαν.

Η πολιορκία

Η πολιορκία του Χάνδακα άρχισε τον Μάιο του 1648. Οι Τούρκοι, με αρχηγό τους τον Ντελή Χουσεΐν, οργάνωσαν στρατόπεδο στην περιοχή Γιόφυρος, περίπου 6 χιλιόμετρα δυτικά του Χάνδακα, και ετοιμάστηκαν για το μεγάλο αγώνα. Η πρώτη σοβαρή επίθεση έγινε στις 2 Ιουνίου 1648 στο φρούριο του Αγίου Δημητρίου, στη σημερινή περιοχή της Αναλήψεως Ηρακλείου. Η έφοδος αποκρούστηκε εύκολα και η αντεπίθεση των Βενετών
ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Επειδή στη Γιόφυρο δεν ήταν ασφαλείς, οργάνωσαν το θέρος 1648 νέο μόνιμο και ισχυρό στρατόπεδο στην περιοχή Μαραθίτης, στο ύψωμα νοτίως της σημερινής Φορτἑτσας, που την ονόμασαν μάλιστα «Νεο Χάνδακα». Κατέστρεψαν τους υδραγωγούς, που έφερναν το νερό στο Χάνδακα από τις πηγές της Αγίας Ειρήνης, και άρχισαν τις καθημερινές πια επιθέσεις τους στο φρούριο, με παράλληλο αδυσώπητο βομβαρδισμό. Η πολιορκία από τη στεριά είναι σχεδόν απόλυτη. Ο Χάνδακας έχει αποκλειστεί από παντού. Οι Βενετοί εφοδιάζονται πια μόνο από τη θάλασσα, όπου διατηρούν πλήρη υπεροχή έναντι του τουρκικού στόλου.

Για 16 ολόκληρα χρόνια (1650-1666) η πολιορκία του Χάνδακα παρουσιάζει εικόνα στασιμότητας και αποτελμάτωσης. Οι βομβαρδισμοί, οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις, οι υπονομεύσεις και οι ανθυπονομεύσεις του φρουρίου φθείρουν βαθμιαία και τους δύο αντιπάλους, αλλά το φρούριο, που οι Τούρκοι το θεωρούσαν «στοιχειωμένο», φαίνεται απόρθητο. Οι εξωτερικἑς περιπλοκές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους σύγχρονους πολέμους στη βόρεια Βαλκανική, δεν της επέτρεπαν να ενισχύσει αποτελεσματικά τους πολιορκητές του Χάνδακα. Ο βενετικός στόλος, που έχει την απόλυτη υπεροχή στο Αιγαίο, επιτηρεί τις κινήσεις τους τουρκικού και επανειλημμένως τον καταναυμαχεί. Ο στόλαρχος του Αιγαίου Φραντζέσκο Μοροζίνι, ο κατόπιν ηρωικός υπερασπιστής του Χάνδακα, καταστρέφει τον τουρκικό στόλο κοντά στο στόμιο του Ελλησπόντου (1658).

Εν τω μεταξύ ο πόλεμος προσλαμβάνει χαρακτήρα πανευρωπαϊκό. Οι εκκλήσεις της Βενετίας στους Ευρωπαίους ηγεμόνες για την αποστολή ενισχύσεων, παρά τις πολλές αντιθέσεις και τις συγκρούσεις των συμφερόντων, συγκίνησαν τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης. Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την τύχη του Χάνδακα εκδηλώθηκε ήδη από το 1650-51. Πρώτη η Ισπανία ανέλαβε να εφοδιάσει με σιτάρι το φρούριο του Χάνδακα και προσέφερε παράλληλα 154.000 ρεάλια και 8 πολεμικές γαλέρες. Το 1660 ο καρδινάλιος Μαζαρέν της Γαλλίας έστειλε στην Κρήτη τον πρίγκιπα Αλμερίγκο ντ Έστε με 4.000 άνδρες. Η προσπάθεια του νεαρού στρατηγού να ανακαταλάβει τα Χανιά απέτυχε και κατέληξε σε καταστροφή του στρατού του, αλλά και των Κρητών χωρικών, που είχαν εξεγερθεί, για να συμπράξουν με τους Γάλλους. Την καταστροφή επέτεινε η επιδημία
της πανώλης (1661). Ο Αλμερίγκο ντ Έστε πέθανε λίγους μήνες αργότερα στην Πάρο, από πυρετό. 

Ο αγώνας όμως στην Κρήτη διεξάγεται και στο πεδίο της θρησκευτικής προπαγάνδας. Οι Τούρκοι υπόσχονται στους χωρικούς να επαναφέρουν στο νησί την ορθόδοξη ιεραρχία και να απομακρύνουν τους λατίνους επισκόπους. Ήδη από το 1646 είχαν διορίσει, όπως είπαμε, μητροπολίτη τον Νεόφυτο Πατελλάρο. Αλλά και οι Βενετοί έπρατταν ανάλογα, για να εξασφαλίσουν τη συμπάθεια και την αφοσίωση των Κρητών, σε μια απελπισμένη αλλά δειλή μεταστροφή της θρησκευτικής τους πολιτικής. Το φθινόπωρο του 1657 έφτασε στο Χάνδακα ο έκπτωτος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β', ο οποίος ενίσχυσε πνευματικά και ηθικά τους Ορθοδόξους Κρητικούς και κήρυττε το θρησκευτικό πόλεμο κατά των απίστων, με τη διαβεβαίωση ότι ο φόνος ενός απίστου εξασφαλίζει στο Χριστιανό την άφεση των αμαρτιών! Όταν όμως επιχείρησε να μεταβάλει σε πατριαρχείο την ορθόδοξη εκκλησία της Τριμάρτυρος του Χάνδακα, η λατινική προπαγάνδα αντιτάχθηκε με πείσμα και άσκησε πιέσεις στις βενετικές Αρχές, ώστε να απομακρύνουν τον Ιωαννίκιο από την Κρήτη. 

Τον Αύγουστο 1664 υπογράφτηκε η συνθήκη του Βασβάρ μεταξύ του σουλτάνου και του Λεοπόλδου Α' της Γερμανίας. Τα τουρκικά στρατεύματα αποδεσμεύονταν από τον πόλεμο της Ευρώπης και ήταν πια ελεύθερα να στηρίζουν τους πολιορκητές του Χάνδακα. Η Βενετία θορυβήθηκε από τη νέα τροπή των πραγμάτων και αποφάσισε να στρατολογήσει επειγόντως ισχυρές δυνάμεις για την Κρήτη και να συγκεντρώσει τα απαραίτητα εφόδια. Τη στρατολογία και την αρχηγία του νέου αυτού επικουρικού σώματος ανέθεσε στο Γάλλο στρατηγό Σιρόν Φρανσουά, μαρκήσιο ντε Βιλ, ο οποίος έφτασε στην Κρήτη στις 26 Φεβρουαρίου 1666. Η παρουσία του δεν μετέβαλε καθόλου την κατάσταση της πολιορκίας.


Αλλά και οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να δώσουν πια ένα τέλος στο μακροχρόνιο και εξαντλητικό Κρητικό Πόλεμο. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χουσεΐν ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και αποκεφαλίστηκε (1666) και στη θέση του διορίστηκε ο Μέγας Βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλής (= από την Κύπρο), ο επιλεγόμενος Φαζίλ ( = δίκαιος). Ο Κιοπρουλής, άνδρας γενναίος, με μεγάλη πολεμική πείρα, νικητής των Αυστριακών και των Γερμανών σε προηγούμενους πολέμους, θα διακινδύνευε στην Κρήτη όχι μόνο τη φήμη και τη δόξα του, αλλά και την ίδια τη ζωή του. Στην Κρήτη έφτασε στις 3 Νοεμβρίου 1666 και ανέλαβε αμέσως την αρχηγία των τουρκικών δυνάμεων και την
ευθύνη των επιχειρήσεων.

Αλλά και οι Βενετοί στέλνουν στην Κρήτη ως αρχιστράτηγο τον δοκιμασμένο και εμπειροπόλεμο στόλαρχο του Αιγαίου, τον Φραντζέσκο Μοροζίνι, τελευταίο υπερασπιστή του Χάνδακα, πραγματικά αντάξιο αντίπαλο του Κιοπρουλή. Από την εποχή αυτή ο Κρητικός Πόλεμος μπαίνει στην τελευταία και πιο δραματική φάση του. Αυτή η τελευταία περίοδος των τριών ετών (1666  1669) είναι γεμάτη από γεγονότα δραματικά και μεγαλειώδη. Μια αληθινή γιγαντομαχία διεξάγεται κάτω και πάνω στα τείχη της κρητικής πρωτεύουσας. Χρησιμοποιήθηκαν τα τελειότερα και βαρύτερα όπλα της εποχής και δοκιμάστηκαν οι άριστοι πολεμιστές της Ευρώπης και της Ανατολής. Ο πόλεμος πήρε πια χαρακτήρα διεθνή και θεωρήθηκε υπόθεση ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου.

Η δράση του Κιοπρουλή αρχίζει ουσιαστικά την άνοιξη του 1667, όταν έφτασαν από την Πελοπόννησο 64 πολεμικές γαλέρες με 40.000 Τούρκους πολεμιστές. Από την εποχή αυτή ο Χάνδακας βρίσκεται στην επιθανάτια αγωνία του με τους καθημερινούς ανελέητους βομβαρδισμούς που καταστρέφουν τα πάντα και ενσπείρουν τον πανικό στους πολιορκημένους. Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής μας δίνει την εικόνα της φρίκης, με τους ακόλουθους χαρακτηριστικούς στίχους:

Βροχή τσὶ πέτρες ρίχνει μου, τσὶ μπάλες σαν χαλάζι
ἀστροπελέκι λουμπαρδιὲς καὶ να μηδὲν σκολάζη.
Αφάνισέ μου τσ' έκκλησιές, τσὶ πύργους εἶχε ρίξει,
ώσάν σιφούνι έτρεχε να μὲ καταρουφήξη.
Άνθρωπος δὲν ἐπήγαινε στὸ σπίτι να κοιμάται
οὐδὲ ποθὲς να προπατῆ καὶ νὰ μηδὲν φοβάται.
Όλη θλιμμένη βρίσκομαι, γιατί 'μαι στολισμένη
κορμιά νεκρά χριστιανῶ καὶ κατάματωμένη'
κορμιά ἐθώριες ξαπλωτὰ κομμάτια καμωμένα,
κεφάλια, χέρια καὶ μερὰ κι ήτονε χωρισμένα...

Οι χριστιανικές δυνάμεις αμύνονται με γενναιότητα και ο αρχιστράτηγος Φραντζέσκο Μοροζίνι διευθύνει την άμυνα του φρουρίου με σύνεση και άγρυπνη επιμέλεια. Η θέση όμως των πολιορκουμένων έγινε δυσκολότερη από το Νοέμβριο 1667, όταν ο συνταγματάρχης Ανδρέας Μπαρότσης αυτομόλησε στον Κιουταχή και του υπέδειξε με ακρίβεια τα ασθενή σημεία της οχύρωσης του Χάνδακα. Η προδοσία αυτή είχε αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη της πολιορκίας, αφού οι Τούρκοι γνώριζαν πια με ακρίβεια τα σημεία στα οποία έπρεπε να επικεντρώνουν την πίεση τους. Η δημώδης Κρητική μούσα διέσωσε το ακόλουθο τραγούδι, που αναφέρεται στην προδοσία του Ανδρέα Μπαρότση:

Κάστρο, και που 'ν' οι πύργοι σου και τα καμπαναρειά σου,
και που 'ν' οι αντρειωμένοι σου, τ' όμορφα παλληκάρια;
-Μα μένα οι αντρειωμένοι μου, τ' όμορφα παλληκάρια,
η μαύρη γης τα χαίρεται στο μαυρισμέυον Άδη.
Δεν έχω αμάχη τση Τουρκιάς, μουιδὲ κακιά του Χάρο,
μόνο 'χω αμάχη και κακιά του σκύλου του προδότη,
απού μου τα κατάδουδε.

Η λιποταξία ωστόσο του Μπαρότση δεν ήταν η μοναδική. Αντίθετα, η απόγνωση και η αθλιότητα πολλαπλασίασε τις λιποταξίες, ιδίως στα πληρώματα των βενετσιάνικων γαλερὡν. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν με μεγάλη επιτηδειότητα την κατάσταση, προσφέροντας μεγάλες αμοιβές στους αυτόμολους. Αναφέρεται ότι ο Κιοπρουλης δαπάνησε 700.000 χρυσά νομίσματα, για να ενθαρρύνει τις λιποταξίες των Βενετών.

Αλλά και στις τάξεις των Ευρωπαίων μισθοφόρων τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Οι δυσκολίες των Βόρειων να προσαρμοστούν στις κλιματολογικές συνθήκες του Νότου, η αδυναμία της τακτικής καταβολής των μισθών, η κακή διατροφή και οι επιδημικές ασθένειες, και προπαντός οι μόνιμες διαφωνίες και αντιθέσεις των στρατηγών, αποδυνάμωναν την άμυνα του φρουρίου. Ο μαρκήσιος ντε Βιλ, που είχε συλλάβει το σχέδιο να προσβάλει τα Χανιά, για να ανακουφίσει το Χάνδακα, διαφωνεί με τον Ολλανδό μέραρχο Βερντμίλλερ (το γνωστό χαρτογράφο του Χάνδακα), αποτυγχάνει και ανακαλείται στα τέλη του 1667. Και όταν αργότερα επανήλθε στην Κρήτη, πληγώθηκε και πέθανε το Δεκέμβριο του 1667.

Ωστόσο παρ' όλες τις πιέσεις το φρούριο φαίνεται απόρθητο. Οι ελπίδες των πολιορκουμένων αναπτερώθηκαν με την άφιξη νέων επικουριών, που είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει η Βενετία από τη Γαλλία κυρίως. Στις 2 Νοεμβρίου 1668 έφτασε στο Χάνδακα γαλλική δύναμη 600 ανδρών, που όμως αποδεκατίστηκε σε μιαν άτυχη εξόρμηση στις 16 Δεκεμβρίου 1668. Στις αρχές Φεβρουαρίου έφτασαν νέες σημαντικές ενισχύσεις. Ο Λεοπόλδος Α' της Γερμανίας έστειλε 2.000 άνδρες, ο δούκας του Ανοβέρου 4.000, ο μάγιστρος του Τευτονικού Τάγματος 200, η Βενετία 900 Ιταλούς. Παράλληλα έφτασαν μεγάλες ποσότητες τροφίμων και εφοδίων, καθώς και άφθονα χρήματα για τους μισθούς των μισθοφόρων. Λίγους μήνες αργότερα (16 Μαΐου) φτάνει στον Χάνδακα νέα επικουρία με 2.500 Γερμανούς, με τον κόμη ντε Βάλντεκ. Τέλος, στις 19 Ιουνίου έφτασε η τελευταία αξιόλογη γαλλική στρατιά από 6.000 άνδρες, με επικεφαλής τον δούκα του Ναβέλ, τους στρατηγούς Κολμπέρτ και Μπρες, και το ναύαρχο Φρανσουά ντε Βεντόμ, δούκα του Μποφόρτ. Λίγες μέρες αργότερα (30 Ιουνίου) έφτασε στο Χάνδακα άλλη επικουρία από τη Βαυαρία και το Στρασβούργο, με 1.300 άνδρες και 60 πυροβολητές.

Τις αναπτερωμένες ελπίδες των πολιορκουμένων διαδέχθηκε σύντομα πικρή απογοήτευση. Οι ξένοι στρατηγοί δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε κοινό σχέδιο πολεμικής τακτικής, ενώ οι απώλειες ήταν τρομακτικές. Σε μια μόνο έξοδο στην ανατολική περιοχή του φρουρίου οι Γάλλοι έχασαν 500 στρατιώτες και τον ίδιο το δούκα του Μποφόρτ. Το σύνολο των νεκρών και των τραυματιών των Γάλλων ξεπέρασε τους 2.000. Ο δούκας του Νεβέλ αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κρήτη (16-21 Αυγούστου 1669). Η απομάκρυνση των Γάλλων έφερε τους πολιορκουμένους σε κατάσταση απελπισίας. Ο Αρχιστράτηγος Φρ. Μοροζίνι έβλεπε πια καθαρά το επικείμενο τέλος. Η άμυνα συνεχίστηκε για λίγες ακόμη ημέρες, με αφάνταστη γενναιότητα, αλλά κανένας δεν πίστευε ότι το φρούριο θα μπορούσε να βαστάζει για πολύ ακόμη. Έτσι, ο Μοροζίνι αποφασίζει να αρχίσει διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Χάνδακα.

Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν με κάθε μυστικότητα στα τέλη του Αυγούστου και κράτησαν 20 ημέρες περίπου. Εκπρόσωποι του Κιοπρουλή ήταν ο Αχμέτ Αγάς και ο Έλληνας διερμηνέας Παναγιώτης Νικούσιος, που ο Κιοπρουλής τον είχε φέρει μαζί του γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό. Εκπρόσωποι του Μοροζίνι ήταν ο Σκωτσέζος Αννάντ και ο Κρητικός ευγενής Στέφανος Σκορδίλης. Η συνθήκη, που συντάχθηκε με μεγάλη επιμέλεια, υπογράφτηκε στις 16 Σεπτεμβρίου και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν αμέσως. Ο Βενετός αρχιστράτηγος είχε προθεσμία 12 ημερών, για να εκκενώσει την πόλη.

Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, ο χριστιανικός πληθυσμός του Χάνδακα μπορούσε να φύγει, συναποκομίζοντας την κινητή περιουσία του. Στις 27 Σεπτεμβρίου η πόλη είχε εκκενωθεί. Ο τελευταίος χριστιανός που εγκατέλειψε το Χάνδακα ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός, ο Χριστόφορος Ντέγκενφελντ. Λέγεται ότι δύο μόνο γέροντες ιερείς και μια γυναίκα δεν θέλησαν να φύγουν. Έτσι, όταν ο Κιοπρουλής μπήκε στον Χάνδακα, στις 4 Οκτωβρίου 1669, βρήκε μια πόλη έρημη, σε σωρούς ερειπίων. Ο Μοροζίνι μετέφερε τους δυστυχείς κατοίκους του Χάνδακα στο μικρό νησάκι Δία, ανοικτά του Ηρακλείου, και από εκεί πήραν
το δρόμο της προσφυγιάς, στα Επτάνησα και αλλού. Ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου γράφει για τη δυστυχία και τα βάσανα των προσφύγων:

Αν μαζωχτοῦν οἱ Κρητικοί ὅλοι, δὲν είναι, κρίνω,
δέκα χιλιάδες ζωντανοὶ ποὺ τὸν καιρὸν ἐκεῖνο,
γιατὶ ἐσκοτωθήκασι, γιατὶ ἑσκλαβωθῆκαν,
στὲς χώρες οἱ κακότυχοι ἐδιαμοιραστῆκαν.
Κι αν σμίξουν δὲν γνωρίζουνται, μόνον όποὺ ρωτοῦσιν
"Απὸ ποιόν τόπο ξένε μου, είσαι;·μα δεν μπορούσιν 
ἄλλο νὰ συντυχαίνουσι", μα "ᾶπὸ τὴν Κρήτη" λέσι
κι ὁ εἰς το χέρι τ' άλλονοῦ πιάνουσι καὶ κλαίσι...

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μοροζίνι είχε την πρόνοια να πάρει μαζί του, σύμφωνα με ειδικό
όρο της συνθήκης, ολόκληρο το αρχείο του Βασιλείου της Κρήτης. Πέντε πλοία
φορτώθηκαν με το αρχειακό υλικό (έγγραφα και βιβλία) και τα τρία έφτασαν στη Βενετία. Οι Βενετοί έτρεφαν πάντοτε την ελπίδα ότι θα ανακτήσουν κάποτε την Κρήτη και τότε θα είχαν ανάγκη από τις πληροφορίες των εγγράφων για την ανασυγκρότηση της εξουσίας τους. Αυτό βέβαια δεν έγινε ποτέ, αλλά χάρη στη σοφή πρόνοια του Μοροζίνι σώθηκε μεγάλο μέρος από τις αυθεντικές πηγές της Κρητικής Ιστορίας κατά τη μακρόχρονη περίοδο της Βενετοκρατίας.

Ο απολογισμός της πολιορκίας του Χάνδακα υπήρξε τρομακτικός. Σύμφωνα με τουρκική πηγή, σκοτώθηκαν από την αρχή της πολιορκίας ως την άλωση του Χάνδακα 137.116 Τούρκοι, από τους οποίους 25.000 ήταν γενίτσαροι, 15 πασάδες, 80 τζορμπατζήδες, και 120 τσαούσηδες (ανώτεροι αξιωματικοί).

Με την άλωση του Χάνδακα ολόκληρη η Κρήτη περιέρχεται στην τουρκική κατοχή. Η Βενετία κατέχει τρία μόνο θαλάσσια φρούρια, της Γραμποὐσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας. Είναι τα τελευταία λείψανα της μεγάλης και πλούσιας αποικίας, που δεν έχουν πια, με τη μεταβολή των συνθηκών στην περιοχή, καμιά σχεδόν αξία για τη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αδρία. Η κατοχή τους τρέφει απλώς τη μάταιη ελπίδα για την ανάκτηση ενός χαμένου παραδείσου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου