Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Η Σικελική Εκστρατεία (Μέρος Α')


Στα τέλη του 416 π.Χ., οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν στη Σικελία με μια πολύ μεγάλη δύναμη. Ο Θουκυδίδης, ο οποίος αφηγήθηκε αναλυτικά αυτή την εκστρατεία, είναι από την αρχή κατηγορηματικός: ο στόχος των Αθηναίων ήταν να κατακτήσουν το νησί, χωρίς όμως ουσιαστικά να γνωρίζουν το μέγεθος, τον πληθυσμό, τους κατοίκους και τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί.


Το νησί της Σικελίας, όπως άλλωστε και η κάτω Ιταλία, είχε από την αρχαϊκή εποχή αποικιστεί από Έλληνες. Οι περισσότερες ελληνικές αποικίες βρίσκονταν στο νοτιοανατολικό τμήμα του, αλλά υπήρχαν διάσπαρτες σε όλες τις ακτές. Οι περισσότερες ήταν δωρικές, με σημαντικότερη και πιο πλούσια την αποικία της Κορίνθου, τις Συρακούσες. Το ιωνικό στοιχείο του νησιού βρισκόταν σε μειονεκτική θέση και συχνά οι ιωνικές πόλεις αναγκάζονταν να πολεμήσουν για την επιβίωσή τους. Το εσωτερικό της Σικελίας κατοικείτο από μη ελληνικούς πληθυσμούς, τους Σικελούς στα ανατολικά, τους Σικανούς και τους Ελυμούς στα δυτικά. Τον πέμπτο πλέον αιώνα οι Συρακούσες ήλεγχαν τους περισσότερους από τους γείτονές τους ιθαγενείς Σικελούς, τους οποίους είχαν μετατρέψει σε υπηκόους. Η Σικελία διέθετε μεγάλο φυσικό πλούτο και ως ένας από τους τρεις σιτοβολώνες της αρχαιότητας είχε επάρκεια σε σιτηρά και έκανε μεγάλες εξαγωγές προς τον κυρίως ελλαδικό χώρο. Το στοιχείο αυτό έπαιξε ρόλο στο εμπορικό, αλλά και στο κατακτητικό ενδιαφέρον που σιγά σιγά ανέπτυξε η νέα ναυτική δύναμη, η Αθήνα, για το νησί.
Τη δεκαετία του 440, η Αθήνα συνήψε συμμαχίες με δύο από τις σημαντικότερες ιωνικές πόλεις της περιοχής: τους Λεοντίνους και το Ρήγιο, που, αν και δεν ανήκε με τη στενή έννοια στη Σικελία, βρισκόταν σε καίρια γεωγραφική θέση, καθώς από εκεί, από τα στενά της Μεσσήνης, περνούσαν όλα τα εμπορικά πλοία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 433, η Αθήνα συνήψε συμμαχία με την Κέρκυρα εν μέρει επειδή αυτή βρισκόταν στο θαλάσσιο δρόμο για τη Σικελία. Με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι δωρικές πόλεις της Σικελίας τάχθηκαν με την πλευρά των Πελοποννησίων, αλλά δεν έστειλαν βοήθεια, καθώς ήταν απασχολημένες με τα δικά τους προβλήματα, τις στάσεις εντός των πόλεων και τους πολέμους μεταξύ τους. Με αφορμή μια σύγκρουση που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στις Συρακούσες και την πόλη των Λεοντίνων, η Αθήνα, το 427, επενέβη για πρώτη φορά στρατιωτικά εκεί, αποστέλλοντας είκοσι πλοία, για να συνδράμει τις συμμάχους και συγγενείς ιωνικές πόλεις. Κατά τον Θουκυδίδη, όμως, οι πραγματικοί λόγοι ήταν η διακοπή της παροχής σίτου στην Πελοπόννησο και ο έλεγχος του νησιού. Η μικρή αυτή δύναμη με βάση της το Ρήγιο, εκμεταλλευόμενη την αρχική αδράνεια των Συρακουσίων, σημείωσε επιτυχίες, με σημαντικότερη την προσχώρηση της Μεσσήνης στο στρατόπεδό τους. Η κατοχή της Μεσσήνης ήταν τεράστιας σημασίας για τον έλεγχο του πορθμού και συνεπώς του ναυτικού δρόμου που οδηγούσε από και προς το υπόλοιπο νησί. Παράλληλα, πολλές κοινότητες ντόπιων Σικελών, υποτελών των Συρακουσίων, είχαν προσχωρήσει στους Αθηναίους. Οι Συρακούσες, όμως, εν τω μεταξύ ναυπηγούσαν νέο στόλο για να αντιμετωπίσουν τους Αθηναίους. Μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο η Αθήνα αποφασίζει να αποστείλει άλλα σαράντα πλοία στη Σικελία, που όμως εμπλέκονται στα γεγονότα της Πύλου, καθυστερούν να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό όταν η κατάσταση είχε πλέον αποβεί αρνητική για τους Αθηναίους: Οι Συρακούσιοι είχαν στο μεταξύ κατορθώσει να πάρουν τη Μεσσήνη με το μέρος τους και στη συνέχεια είχαν συγκρουστεί με τους Αθηναίους στη θάλασσα δύο φορές, με τη συνολική έκβαση μάλλον αμφίρροπη, γεγονός που τους αναπτέρωσε το ηθικό. Οι Σικελιώτες σύμμαχοι των Αθηναίων απογοητεύτηκαν από τις εξελίξεις, καθώς ούτε οι ενισχύσεις των σαράντα πλοίων, όταν έφτασαν, κατόρθωσαν να μεταβάλουν την κατάσταση. Έτσι, έγιναν δεκτικοί στις προτάσεις για ειρήνη ενός διακεκριμένου Συρακούσιου πολιτικού, του Ερμοκράτη. Ο Ερμοκράτης, το 424, στο συνέδριο στη Γέλα, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι εμπόλεμοι, διατύπωσε το λεγόμενο «πανσικελικό» δόγμα, την άποψη δηλαδή πως οι Έλληνες του νησιού είχαν κοινά συμφέροντα και γι’ αυτό θα έπρεπε να ομονοούν, ώστε να αντιμετωπίζουν από κοινού τους εξωτερικούς εχθρούς, όπως ήταν οι Αθηναίοι, που επιβουλεύονταν τα αγαθά τους και ήθελαν να τους υποτάξουν. Οι προτάσεις του Ερμοκράτη για σύναψη ειρήνης εισακούστηκαν απ’ όλους και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν άπρακτοι. Το αποτέλεσμα αυτό δυσαρέστησε τον αθηναϊκό δήμο, που επέβαλε αυστηρές κυρώσεις στους στρατηγούς της εκστρατείας.

Σε αυτό το σημείο είχαν αφήσει την κατάσταση στη Σικελία οι Αθηναίοι. Για περίπου δέκα χρόνια δεν αναμίχθηκαν στις υποθέσεις των Σικελιωτών. Όμως, το 416, μια ασήμαντη αφορμή θα προκαλέσει νέα εμπλοκή τους εκεί. Η Εγέστα, μια μη ελληνική πόλη στα βορειοδυτικά του νησιού, η οποία είχε στο παρελθόν συνάψει συμμαχία με την Αθήνα, βρισκόταν σε πόλεμο με το γείτονά της Σελινούντα και τις Συρακούσες. Εγεσταίοι πρέσβεις στάλθηκαν στην Αθήνα, για να ζητήσουν ναυτική βοήθεια, υποσχόμενοι να καλύψουν τα έξοδα της εκστρατείας. Τους θύμισαν την πρόσφατη καταστροφή της ιωνικής πόλης των Λεοντίνων από τις Συρακούσες και ισχυρίστηκαν πως ήταν στο άμεσο συμφέρον της πόλης να στείλει αυτή τη ναυτική δύναμη στη Σικελία, καθώς, αν οι Συρακούσες επικρατούσαν σε όλο το νησί, θα μπορούσαν με ασφάλεια να στείλουν ναυτική βοήθεια στους συμμάχους τους Πελοποννησίους και με αυτό τον τρόπο να καταστρέψουν την Αθήνα. Τα επιχειρήματα των Εγεσταίων βρήκαν ανταπόκριση στην Αθήνα. Από πολλές απόψεις η στιγμή ήταν ιδανική, ώστε οι Αθηναίοι πολίτες να λάβουν την απόφαση για μια τόσο φιλόδοξη εκστρατεία. Η Ειρήνη του Νικία τυπικά ίσχυε ακόμη και, παρότι οι Κορίνθιοι, οι Βοιωτοί και οι Μεγαρείς είχαν αρνηθεί να την υπογράψουν, η αττική γη παρέμενε ασφαλής και ο πόλεμος περιοριζόταν σε σποραδικές συγκρούσεις με τους Κορινθίους και κάποιες πολεμικές ενέργειες στην Πελοπόννησο και τη Μακεδονία. Ως εκ τούτου, τα χρήματα από τις εισφορές των συμμάχων δεν ξοδεύονταν, το πολεμικό δυναμικό δεν φθειρόταν και το χρηματικό απόθεμα στον Παρθενώνα άρχισε ξανά να αυξάνεται. Επίσης, ο εφιάλτης του λοιμού είχε παρέλθει και ο πληθυσμός της Αττικής αυξανόταν. Φαινομενικά, όλα έδειχναν πως η Αθήνα είχε ανακάμψει πλήρως. Παραδίδεται, λοιπόν, πως, αφού έφτασαν οι Εγεσταίοι πρέσβεις στην Αθήνα, πριν ακόμη τεθεί το ζήτημα της εκστρατείας στη Σικελία προς ψήφιση, σε όλη την πόλη η συζήτηση για το μακρινό νησί μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των πολιτών.

Ο κύριος υποστηρικτής της συγκεκριμένης εκστρατείας δεν ήταν άλλος από τον Αλκιβιάδη. Ο νέος αυτός και φιλόδοξος άνδρας, που είχε εκλεγεί στρατηγός εκείνο το έτος, θεώρησε την εκστρατεία ως την ευκαιρία για την επίτευξη της μεγαλύτερης στρατιωτικής επιτυχίας της Αθήνας, υπό τη δική του φυσικά ηγεσία, και υποστήριξε με θέρμη το αίτημα των Εγεσταίων. Πέτυχε, δε, να πείσει τον αθηναϊκό δήμο, που εξέλεξε στρατηγούς της εκστρατείας τον Αλκιβιάδη, τον Νικία και τον Λάμαχο. Ο Νικίας, όμως, παρά την εκλογή του, διαφωνούσε με την πραγματοποίηση της εκστρατείας.

Πέντε μόλις ημέρες μετά την αρχική απόφαση, έθεσε το θέμα ξανά προς συζήτηση και ζήτησε από τους Αθηναίους να την ακυρώσουν. Εξήγησε στην εκκλησία του δήμου πως, αν και η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο έμοιαζε να έχει ομαλοποιηθεί, κάθε άλλο παρά σταθερή ήταν, καθώς ορισμένοι από τους ισχυρότερους συμμάχους της Σπάρτης δεν είχαν επικυρώσει την ειρήνη, ενώ η ίδια η Σπάρτη αναζητούσε την ευκαιρία για να ξαναρχίσει τον πόλεμο. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια εκστρατεία στη Σικελία θα αποτελούσε εγχείρημα διπλά επίφοβο, καθώς μια πιθανή ήττα θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο την ηγεμονία της Αθήνας στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας, ο Νικίας επισήμανε τις αντικειμενικές δυσκολίες μιας τέτοιας επιχείρησης σε τόπο τόσο μακρινό, μεγάλο αλλά και εχθρικό, αφού θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Αθηναίους να εξασφαλίσουν εκεί αξιόπιστους συμμάχους.

Ο Αλκιβιάδης πήρε στη συνέχεια το λόγο προκειμένου να πείσει τους Αθηναίους για τη σκοπιμότητα της εκστρατείας. Η Αθήνα, υποστήριξε, δεν θα κινδυνέψει κατά τη σικελική εκστρατεία από τους Πελοποννησίους, αφού ακόμη και αν εισβάλουν ξανά στην Αττική, δεν θα μπορέσουν να πλήξουν τη ναυτική δύναμη της πόλης. Σχετικά, δε, με την ίδια την εκστρατεία στη Σικελία, υποτίμησε τους κινδύνους της, παρουσιάζοντας τις σικελιωτικές πόλεις ως διχασμένες από εσωτερικές έριδες και πολέμους μεταξύ τους, στοιχεία που τις καθιστούσαν ευάλωτες. Αυτές τους ακριβώς τις αδυναμίες θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν οι ίδιοι, ώστε να εξασφαλίσουν συμμάχους και να αντιμετωπίσουν τις Συρακούσες που είχαν, κατά τη γνώμη του, λιγότερες δυνάμεις απ’ όσες διακήρυτταν. Κατά τον Αλκιβιάδη, η Αθήνα επιβαλλόταν να πραγματοποιήσει αυτή την εκστρατεία, καθώς, αν οι Συρακούσες επικρατούσαν σε όλη τη Σικελία, θα μπορούσαν με ασφάλεια να στείλουν ναυτική βοήθεια στους συμμάχους τους Πελοποννησίους και με αυτό τον τρόπο να καταστρέψουν την Αθήνα. «Αν παραμείνουμε ήσυχοι», τονίζει ο Αλκιβιάδης, «δεν θα αυξήσουμε σε τίποτε την ηγεμονία μας, αντίθετα θα τη μειώσουμε. Διότι μια ηγεμονική δύναμη πρέπει πάντοτε να προσέχει, όχι μόνο να αντιμετωπίζει τους εχθρούς που έρχονται εναντίον της, αλλά και να προβλέπει για τους μελλοντικούς εχθρούς».

Ο γεμάτος πάθος λόγος του Αλκιβιάδη κατόρθωσε να πείσει τους Αθηναίους για τη σκοπιμότητα της εκστρατείας αυτής. Βλέποντας ο Νικίας τα τεκταινόμενα, επιχείρησε να αποτρέψει τους Αθηναίους παρουσιάζοντας με τα μελανότερα χρώματα τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι στη Σικελία και ζητώντας γι’ αυτό υπερβολικά μεγάλες προετοιμασίες και την αποστολή ενός πολύ μεγάλου εκστρατευτικού σώματος. Έλπιζε ο Νικίας πως με αυτά του τα λόγια θα κατόρθωνε να αποθαρρύνει τους συμπολίτες του, ήταν όμως τέτοιος ο ενθουσιασμός του δήμου που αντιθέτως ενέκρινε αμέσως την προετοιμασία του εξαιρετικά πολυάριθμου και καλά εξοπλισμένου εκστρατευτικού σώματος.

Ενώ είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για τη Σικελική Εκστρατεία, συνέβη ένα από τα πιο αινιγματικά γεγονότα στην ιστορία ολόκληρης ίσως της αρχαιότητας, που ακόμη απασχολεί την ιστορική έρευνα. Κάποια νύχτα, λοιπόν, στην Αθήνα, το θέρος του 415, άγνωστοι δράστες ακρωτηρίασαν όλες σχεδόν τις ερμαϊκές στήλες που υπήρχαν στην πόλη. Οι ερμαϊκές στήλες ήταν ένα είδος αγάλματος το οποίο αποτελείτο από μια στήλη, που έφερε προτομή του Ερμή και έναν τελετουργικό φαλλό. Οι στήλες αυτές χρησίμευαν ως οδοδείκτες, αλλά είχαν και ιερό χαρακτήρα για τους Αθηναίους.

Έτσι, όταν βρέθηκαν σχεδόν όλες ακρωτηριασμένες, το γεγονός εξελήφθη ως πράξη ιεροσυλίας, αλλά και ως κακός οιωνός σχετικά με την εκστρατεία. Η ανησυχία του δήμου εντάθηκε από τις κατηγορίες ορισμένων πως πίσω από την πράξη αυτή κρύβονταν κύκλοι που επιθυμούσαν την ανατροπή του πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση τυραννίδας. Πράγματι, ορισμένα άτομα με αντιδημοκρατικά και αριστοκρατικά ιδεώδη δρούσαν στην Αθήνα, αλλά η απήχηση και η δύναμή τους ήταν ακόμη εξαιρετικά περιορισμένες. Ίσως όμως ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις με άλλο τρόπο, επέλεξαν μια τέτοια πράξη για να δημιουργήσουν αναστάτωση.

Αμέσως άρχισαν έρευνες και η Πολιτεία υποσχέθηκε ασυλία και αμοιβές σε όσους έδιναν πληροφορίες. Καταγγέλθηκε τότε όχι κάτι σχετικό με την αποκοπή των Ερμών, αλλά άλλοι ακρωτηριασμοί αγαλμάτων και η βεβήλωση των Ελευσινίων Μυστηρίων, η διακωμώδηση δηλαδή των ιερών αυτών τελετών, σε σπίτια ιδιωτών. Μεταξύ άλλων, κατηγορήθηκε και ο Αλκιβιάδης, του οποίου η συχνά σκανδαλώδης ιδιωτική ζωή είχε στο παρελθόν προκαλέσει αρνητικά σχόλια. Οι πολιτικοί του εχθροί τον κατηγόρησαν μάλιστα πως ήταν αναμεμιγμένος και στην κοπή των Ερμών και πως με τις βέβηλες αυτές πράξεις του στόχευε μακροπρόθεσμα στην κατάλυση της Δημοκρατίας. Ο Αλκιβιάδης αντέκρουε τις κατηγορίες και ζητούσε να απολογηθεί άμεσα, ώστε πριν αποπλεύσει ο στόλος που ήταν πλέον έτοιμος, ή να βρεθεί ένοχος και να τιμωρηθεί ή να απαλλαγεί από κάθε υποψία. Οι πολιτικοί του όμως αντίπαλοι, οι οποίοι διέκριναν πως σε εκείνη τη φάση και λόγω του εξέχοντος ρόλου που ο Αλκιβιάδης έπαιζε στην εκστρατεία η κοινή γνώμη ήταν ευνοϊκά διατεθειμένη και μάλλον θα αθωωνόταν, έπεισαν το δήμο να αναβάλει τη δίκη έως την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος.

Μετά από αυτά τα γεγονότα, ο στόλος εξέπλευσε για τη Σικελία περίπου στα μέσα του καλοκαιριού. Ο Θουκυδίδης αφηγείται πολύ παραστατικά τον απόπλου του αθηναϊκού στόλου, καθώς «ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εκπλεύσει από το λιμάνι μιας μόνο ελληνικής πόλης στρατός πολυτελέστερα και ευπρεπέστερα εφοδιασμένος». Οι εκατό αθηναϊκές τριήρεις απέπλευσαν από τον Πειραιά υπό τις ευχές όλου του πληθυσμού της πόλης, που με ανάμικτα συναισθήματα ενθουσιασμού, αλλά και ανησυχίας είχε κατέβει στο λιμάνι για να ξεπροβοδίσει το στόλο. Όταν η αθηναϊκή δύναμη θα ενωνόταν στην πορεία του ταξιδιού με τις δυνάμεις των συμμάχων της και των μισθοφόρων που προορίζονταν για τη Σικελία, το σύνολο του εκστρατευτικού σώματος θα αριθμούσε εκατόν τριάντα τέσσερις τριήρεις, πέντε χιλιάδες οπλίτες, τοξότες, σφενδονήτες, ιππείς, καθώς και ένα πλήθος σιταγωγών, βοηθητικών και εμπορικών πλοίων που ακολουθούσαν το κυρίως εκστρατευτικό σώμα.

Ενώ αυτά συνέβαιναν στον ελλαδικό χώρο, στις Συρακούσες, αν και είχαν φτάσει τα νέα για τη μεγάλη εκστρατεία που προετοίμαζαν οι Αθηναίοι, για καιρό ο λαός δεν πίστευε τις ειδήσεις ως πραγματικές. Μάταια ο Ερμοκράτης προσπάθησε να πείσει το δήμο να αναλάβει άμεσα στρατιωτική δράση προς αντιμετώπιση της πρώτης μοίρας του εχθρικού ναυτικού στα ανοιχτά της Ιταλίας, πριν δηλαδή ο εχθρικός στόλος ενωμένος φτάσει στα σικελικά νερά. Οι Συρακούσιοι, αβέβαιοι ακόμη για το κατά πόσον ήταν αληθείς οι ειδήσεις για τις προετοιμασίες των Αθηναίων, περιορίστηκαν σε διπλωματικές ενέργειες εντός της Σικελίας και στη λήψη ορισμένων μέτρων ενίσχυσης της οπλιτικής και ιππικής δύναμης της πόλης τους, όχι όμως και της ναυτικής τους δύναμης.

Στο μεταξύ, ο αθηναϊκός στόλος, μαζί με τις δυνάμεις των συμμάχων, είχε συγκεντρωθεί στην Κέρκυρα και από εκεί έπλευσε τμηματικά προς την Ιταλία. Αμέσως προέκυψαν τα πρώτα προβλήματα, καθώς οι ιταλιωτικές πόλεις τούς αντιμετώπισαν με επιφύλαξη και κάποιες φορές εχθρικά. Το πιο ανησυχητικό απ’ όλα ήταν πως και το Ρήγιο, σύμμαχος των Αθηναίων κατά την πρώτη σικελική εκστρατεία, αρνήθηκε να τους επιτρέψει την είσοδο εντός των τειχών και να συμμαχήσει μαζί τους ενάντια στις Συρακούσες, δηλώνοντας πως θα τηρήσει στάση ουδετερότητας. Οι προειδοποιήσεις του Νικία πως δεν θα έβρισκαν συμμάχους φαίνεται πως επιβεβαιώνονταν, ίσως εξαιτίας και του φόβου που δημιούργησε η μεγάλη αυτή δύναμη. Έτσι, οι Αθηναίοι στρατοπέδευσαν προσωρινά έξω από τα τείχη του Ρηγίου μέχρι να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Γρήγορα και άλλες αρνητικές ειδήσεις ήρθαν να προστεθούν: Αποκαλύφθηκε πως οι Εγεσταίοι τούς είχαν εξαπατήσει, αφού στην πραγματικότητα διέθεταν στο ταμείο τους ελάχιστα χρήματα και, παρά τις προηγούμενες υποσχέσεις τους, δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία. Χωρίς τη συμμαχία των ιταλιωτικών και των σικελιωτικών πόλεων και χωρίς τα χρήματα από την Εγέστα, η κατάσταση για τους Αθηναίους διαγραφόταν ανησυχητική. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι στρατηγοί συγκρότησαν συμβούλιο για να αποφασίσουν ποια πορεία δράσης να ακολουθήσουν.

Ο Νικίας πρότεινε πως υπό τις παρούσες συνθήκες έπρεπε να περιοριστούν στο να συμφιλιώσουν τους Σελινούντιους με τους Εγεσταίους και, αφού πραγματοποιήσουν μια επίδειξη της δύναμης της πόλης βοηθώντας παράλληλα τους Λεοντίνους με όποιον τρόπο μπορούν, να αποχωρήσουν, εκτός κι αν η κατάσταση αλλάξει στο μεταξύ θεαματικά υπέρ τους.

Το σχέδιο του Αλκιβιάδη είχε τελείως διαφορετική λογική. Πίστευε πως θα ήταν υποτιμητικό ένα τόσο λαμπρό εκστρατευτικό σώμα να αποχωρήσει από τη Σικελία. Αντίθετα, υποστήριξε για άλλη μια φορά πως έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη διπλωματία, ώστε να εξασφαλίσουν επί σικελικού εδάφους όσο το δυνατόν περισσότερους συμμάχους και στη συνέχεια να επιτεθούν στους Συρακούσιους και τους Σελινούντιους.

Σε διαφορετικό τόνο κινήθηκε η πρόταση του Λαμάχου, που ήταν περισσότερο στρατηγός και λιγότερο πολιτικός από τους άλλους δύο. Ο Λάμαχος έβλεπε καθαρά πως ο βασικός στόχος και παράλληλα ο δυσκολότερος αντίπαλος ήταν οι Συρακούσες. Έτσι, πρότεινε να επιτεθούν άμεσα εναντίον της μεγάλης πόλης, όσο διέθεταν το σημαντικό πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και πριν οι Συρακούσιοι προλάβουν να ολοκληρώσουν τις πολεμικές τους προετοιμασίες. Η άμεση επίθεση εναντίον των Συρακουσών κατά τον Λάμαχο θα προκαλούσε επιπροσθέτως και αλλαγή του κλίματος στο νησί, καθώς οι άλλες σικελιωτικές πόλεις, που μέχρι τότε τηρούσαν στάση αναμονής, θα προσχωρούσαν στους Αθηναίους.

Τελικά, το σχέδιο που προκρίθηκε ήταν αυτό του Αλκιβιάδη, καθώς ο Λάμαχος υποχώρησε. Οι εξελίξεις έμελλε να αποδείξουν πόσο καταστροφική θα αποδεικνυόταν αυτή η επιλογή και πόσο διαφορετικό θα ήταν το αποτέλεσμα, αν είχε ακολουθηθεί η στρατηγική του Λαμάχου. Το σχέδιο του Αλκιβιάδη δεν λειτούργησε, καθώς μόνο μετά την άσκηση πίεσης οι ιωνικές πόλεις Νάξος και Κατάνη συμμάχησαν με τους Αθηναίους, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό.

Ενώ η κατάσταση για το εκστρατευτικό σώμα δεν βελτιωνόταν, συνέβη κάτι εντελώς απροσδόκητο. Οι Αθηναίοι, ευρισκόμενοι σε ξένη χώρα, στερήθηκαν τον ιθύνοντα νου της όλης επιχείρησης, τον Αλκιβιάδη, καθώς έφτασε στη Σικελία διαταγή από την Αθήνα για ανάκληση του στρατηγού και κάποιων στρατιωτών ώστε να απολογηθούν σχετικά με τη βεβήλωση των Μυστηρίων.

Κατά το διάστημα που είχε παρέλθει από την αναχώρηση του στόλου, τα πνεύματα στην Αθήνα σχετικά με το ζήτημα του ακρωτηριασμού των Ερμών και την παρωδία των Ελευσίνιων Μυστηρίων κάθε άλλο παρά είχαν ηρεμήσει. Οι Αθηναίοι, λαός στο σύνολό του εξαιρετικά θρησκευόμενος αλλά και προληπτικός, καταλήφθηκε από υστερία σχετικά με τις πράξεις ιεροσυλίας. Πειθόμενος δε στις ιαχές κακόβουλων δημαγωγών, τις αντιμετώπιζε ως συνωμοσίες στρεφόμενες ενάντια στο κράτος και το πολίτευμα. Οι πηγές μας υπογραμμίζουν πως μέσα στο γενικότερο πανικό, οι καταγγελίες αναξιόπιστων ατόμων αντιμετωπίστηκαν πολύ σοβαρά και έτσι πρόσωπα συχνά ευυπόληπτα κατηγορήθηκαν, φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν. Αργότερα αποδείχθηκε πως ορισμένοι τουλάχιστον από τους καταγγέλλοντες είχαν ψευδομαρτυρήσει, ώστε να εισπράξουν τις αμοιβές ή να εκβιάσουν τα υποψήφια θύματά τους. Καθώς η αγριότητα και η γενική μανία αυξάνονταν, πολλαπλασιάζονταν και οι συλλήψεις, χωρίς κανείς να μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιος ήταν αθώος και ποιος ένοχος. Τέτοιος ήταν ο τρόμος που επικρατούσε, ώστε όταν συγκαλείτο η Εκκλησία του Δήμου, κανείς Αθηναίος δεν γνώριζε αν επρόκειτο σε λίγο να βρεθεί ο ίδιος κατηγορούμενος. Ο ρήτορας Ανδοκίδης, ο οποίος και αυτός κατηγορήθηκε, για να σώσει τη ζωή του, όπως ο ίδιος μαρτυρεί αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τον όρο περί ασυλίας και να παραδεχθεί πως ήταν ένοχος για την κοπή των Ερμών, κατονομάζοντας και άλλους για αυτό το έγκλημα. Έτσι, ο μεν καταγγέλλων απελευθερώθηκε, ενώ, αντίθετα, όσοι κατονομάστηκαν από αυτόν συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ή διέφυγαν και επικηρύχθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Θουκυδίδης αμφιβάλλει για το κατά πόσον τιμωρήθηκαν οι πραγματικοί ένοχοι. Οι αμφιβολίες του φυσικά είναι βάσιμες, καθώς οι Αθηναίοι σ’ αυτό το «κυνήγι μαγισσών» έμοιαζαν να αναζητούν περισσότερο αποδιοπομπαίους τράγους, παρά τους πραγματικούς ενόχους.

Ενώ αυτό το κλίμα επικρατούσε στην πόλη, οι εχθροί του Αλκιβιάδη τον κατηγόρησαν ξανά εν τη απουσία του για εμπλοκή στην παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων και για σχέδια κατάλυσης της Δημοκρατίας σε συνεννόηση με τους Πελοποννησίους. Οι εξελίξεις επέτειναν το κλίμα υστερίας στην Αθήνα και ο δήμος, οργισμένος, ψήφισε την ανάκληση του Αλκιβιάδη και κάποιων στρατιωτών προκειμένου να δικαστούν. Δεδομένου του κλίματος στην Αθήνα, η θανατική τους καταδίκη ήταν βέβαιη. Ο Αλκιβιάδης συνειδητοποίησε ποια θα ήταν η τύχη που τον περίμενε αν επέστρεφε στην Αθήνα, γι’ αυτό, ενώ αρχικά προσποιήθηκε πως υπακούει στη διαταγή, φτάνοντας στους Θουρίους, διέφυγε μαζί με τους άλλους κατηγορουμένους και βρήκε καταφύγιο στην Πελοπόννησο. Έπειτα από αυτή τη στάση, οι Αθηναίοι τον δίκασαν ερήμην και, όπως ήταν αναμενόμενο, τον καταδίκασαν αυτόν και τους άλλους σε θάνατο. Ο Αλκιβιάδης, πριν εγκαταλείψει για πάντα τα σικελικά νερά, είχε προδώσει στους αντιπάλους το αθηναϊκό σχέδιο για αιφνιδιαστική κατάληψη της Μεσσήνης, με αποτέλεσμα η επιχείρηση αυτή των Αθηναίων, όταν αργότερα τέθηκε σε εφαρμογή, να αποτύχει. Η συγκεκριμένη πράξη εκδίκησης του Αλκιβιάδη απέναντι στην πατρίδα του έμελλε να είναι μόνο η πρώτη από τις ζημίες που τα επόμενα χρόνια θα προκαλούσε στην Αθήνα ο εμπνευστής της Σικελικής Εκστρατείας.

Εξετάζοντας συμπερασματικά τα ζητήματα της κοπής των Ερμών και της βεβήλωσης των Μυστηρίων, από τα στοιχεία που διαθέτουμε φαίνεται να επιβεβαιώνεται η φράση του Θουκυδίδη πως κανείς πραγματικά δεν μπορεί να γνωρίζει αν τιμωρήθηκαν οι πραγματικοί ένοχοι. Κατά γενική ομολογία, κάθε σωστή δικαστική έρευνα απαιτεί ψυχραιμία, χρόνο και αμεροληψία, στοιχεία που έλειπαν από την ηγεσία, αλλά και από τον αθηναϊκό δήμο σε εκείνη τη χρονική συγκυρία. Έχει υποστηριχθεί από τη νεότερη έρευνα πως θα βρούμε τους πραγματικούς ενόχους αν αναρωτηθούμε ποιος επωφελείτο από την αναστάτωση που θα προκαλούσε μια τέτοια πράξη ιεροσυλίας ακριβώς πριν από τον απόπλου του στόλου. Η απάντηση, φυσικά, είναι οι αντιδημοκρατικοί κύκλοι εντός της Αθήνας και όλοι οι εξωτερικοί της εχθροί. Αυτό όμως δεν επαρκεί για να πεισθούμε, καθώς καμία συνωμοσία εναντίον της Δημοκρατίας δεν αποδείχτηκε. Σχετικά τώρα με τη βεβήλωση των Μυστηρίων, μια τέτοια πράξη ταίριαζε απόλυτα στον τρόπο συμπεριφοράς του Αλκιβιάδη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως αποκλείεται οι εχθροί του να τον κατηγόρησαν άδικα για να τον καταστρέψουν, εκμεταλλευόμενοι το γενικότερο κλίμα υστερίας που είχε επικρατήσει.

Το μόνο βέβαιο και χρήσιμο συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξαγάγει από όλη αυτή την ομιχλώδη υπόθεση είναι πως ο αθηναϊκός δήμος, ακόμη και τη στιγμή της μεγαλύτερής του δόξας και δύναμης, ήταν ένα σύνολο πολιτών άκρως θρησκόληπτο, δεισιδαίμον, εύπιστο και επιρρεπές στο να διαπράττει, υπό το κράτος του φόβου, πάσης φύσεως ακρότητες και βιαιότητες. Η πορεία των πραγμάτων έμελλε να αποδείξει ποια θα ήταν η στάση αυτού του ίδιου δήμου σε περιστάσεις ουσιαστικής αδυναμίας, δυσκολιών και κινδύνων.

Μετά την ανάκληση του Αλκιβιάδη, ο Νικίας και ο Λάμαχος αξιοποίησαν το υπόλοιπο χρονικό διάστημα που απέμενε μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, έως δηλαδή τα τέλη Οκτωβρίου, σε δευτερεύουσες επιχειρήσεις που στόχο είχαν την εξασφάλιση χρηματικής και στρατιωτικής βοήθειας από τους Εγεσταίους και τους Σικελούς συμμάχους, που πρόσφατα είχαν προσχωρήσει στο αθηναϊκό μέτωπο.

Μέσα στο χειμώνα που ακολούθησε, οι Αθηναίοι έλαβαν επιτέλους την απόφαση να επιτεθούν στις ίδιες τις Συρακούσες. Οι Συρακούσιοι είχαν στο μεταξύ αξιοποιήσει το χρονικό διάστημα από την εμφάνιση της αθηναϊκής δύναμης στα νερά της Ιταλίας, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις προετοιμασίες τους. Βλέποντας πως ο εχθρός δεν επιτέθηκε αμέσως, αναθάρρησαν, εκλαμβάνοντας την καθυστέρηση ως ένδειξη αδυναμίας, και επιθυμούσαν την κατά παράταξη σύγκρουση με τους Αθηναίους. Όταν δε οι Αθηναίοι με τέχνασμα αποβιβάστηκαν στις Συρακούσες απρόσκοπτα, αντιπαρατάχθηκαν και συγκρούστηκαν προς αυτούς έξω από τα τείχη της πόλης. Η σύγκρουση ήταν σκληρή, καθώς, όπως επισημαίνει ο Θουκυδίδης, οι μεν Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους πολεμούσαν για την ίδια τους τη χώρα, οι δε Αθηναίοι και σύμμαχοι γνώριζαν πολύ καλά πως βρίσκονταν σε εχθρική χώρα και η ίδια τους η επιβίωση εξαρτάτο από τη νίκη. Για τους λόγους αυτούς και οι δύο πλευρές μάχονταν με ζήλο και γενναιότητα, ώστε για μεγάλο χρονικό διάστημα η μάχη ήταν αμφίρροπη. Στο τέλος, όμως, η ανώτερη εμπειρία και πειθαρχία των Αθηναίων και των συμμάχων τους επικράτησε, η γραμμή των Συρακουσίων έσπασε και εκείνοι και οι σύμμαχοί τους τράπηκαν σε φυγή. Οι Αθηναίοι όμως, καθώς η εποχή δεν ήταν κατάλληλη για τη συνέχιση των εχθροπραξιών, δεν εκμεταλλεύτηκαν περαιτέρω τη νίκη τους, αλλά αποσύρθηκαν στην Κατάνη για το χειμώνα.

Μετά την ήττα, το κλίμα στις Συρακούσες ήταν φυσικά βαρύ. Έβλεπαν τώρα καθαρά οι Συρακούσιοι πως είχαν υποτιμήσει τον κίνδυνο που πλέον τους απειλούσε άμεσα. Σε αυτή την κρίσιμη περίσταση ο Ερμοκράτης πρότεινε τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Εκείνα που τους έλειπαν, τόνισε, ήταν η πολεμική εμπειρία και η πειθαρχία. Τη μεν εμπειρία θα την αποκτούσαν αν αξιοποιούσαν το χειμώνα για να ασκηθούν σε στρατιωτικά γυμνάσια, τη δε πειθαρχία αν οι στρατηγοί, που τότε ήταν δεκαπέντε, μειώνονταν κατά πολύ και σε αυτούς τους λίγους δίνονταν έκτακτες αρμοδιότητες. Οι προτάσεις του Ερμοκράτη αυτή τη φορά εισακούστηκαν, και εκείνος μαζί με δύο ακόμη Συρακούσιους εκλέχθηκε στρατηγός. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νέου αυτού Σώματος ήταν να στείλει απεσταλμένους στην Κόρινθο και τη Σπάρτη ζητώντας να τους στείλουν ενισχύσεις και να ανακινήσουν τον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων στην Ελλάδα, ώστε είτε να τους αναγκάσουν να γυρίσουν πίσω είτε τουλάχιστον να τους εμποδίσουν από το να στείλουν ενισχύσεις.

Ενώ οι Συρακούσιοι αξιοποιούσαν κατ’ αυτό τον τρόπο το διάστημα της παύσης των επιχειρήσεων, οι Αθηναίοι για άλλη μια φορά επιδίωξαν να κερδίσουν με διάφορα μέσα την υποστήριξη των σικελιωτικών πόλεων, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν ενισχύσεις και βάσεις ελλιμενισμού και ανεφοδιασμού στο νησί. Παρότι το εγχείρημά τους αυτό, τώρα, μετά την πρώτη νίκη τους, θα ήταν θεωρητικά ευκολότερο, απέτυχαν να προσεταιριστούν νέους συμμάχους. Ήταν φανερό πως η μεγάλη αυτή αθηναϊκή επιχείρηση με τον εμφανώς κατακτητικό χαρακτήρα είχε προδιαθέσει αρνητικά τους Σικελιώτες που τηρούσαν στάση ουδετερότητας και αναμονής.

Αντίθετα, οι υπήκοοι των Συρακουσίων Σικελοί, εξαιτίας του μίσους για αυτούς, προσχώρησαν στις περισσότερες περιπτώσεις οικειοθελώς στο αθηναϊκό στρατόπεδο, εφοδιάζοντας τους νέους τους συμμάχους με Ιππικό που τους ήταν απαραίτητο. Οι Αθηναίοι έστειλαν απεσταλμένους και στην Αθήνα, ζητώντας ενίσχυση σε Ιππικό και χρήματα, ώστε να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του πολέμου που θα διεξαγόταν με νέα ένταση την άνοιξη.

Στο μεταξύ, οι απεσταλμένοι των Συρακουσίων, όταν διατύπωσαν τα αιτήματά τους στους Κορινθίους, βρήκαν ένθερμη ανταπόκριση. Η Κόρινθος, η οποία είχε πάντοτε αγαθότατες σχέσεις με τις Συρακούσες, που ήταν άλλωστε αποικία της, δραστηριοποιείτο εμπορικά κατεξοχήν στη Δύση και είναι φυσικό πως έβλεπε την εκστρατεία αυτή των Αθηναίων με πολύ εχθρική διάθεση. Άλλωστε, η Κόρινθος δεν είχε ποτέ επικυρώσει την Ειρήνη του Νικία και επιθυμούσε τη λύση της και τη συνέχιση του πολέμου. Έτσι, Κορίνθιοι αντιπρόσωποι συνόδευσαν τους Συρακούσιους πρέσβεις στη Σπάρτη, ώστε να τους ενισχύσουν και να πιέσουν για την πραγματοποίηση του σκοπού τους. Στη Σπάρτη, οι Κορίνθιοι και οι Συρακούσιοι βρήκαν το θερμότερο υποστηρικτή του σκοπού τους στο πρόσωπο όχι κάποιου Σπαρτιάτη, αλλά του ίδιου του εμπνευστή της αθηναϊκής εκστρατείας, του Αλκιβιάδη. Ο πρώην στρατηγός, μετά τη φυγή και την καταδίκη από την πατρίδα του, είχε βρει καταφύγιο στη Λακεδαίμονα και είχε μετατραπεί σε σύμβουλο της Σπάρτης, καθώς γνώριζε εκ των έσω την αθηναϊκή πολιτική σκέψη ακόμη και στα υψηλότερα κλιμάκια. Συνέβη τότε το παράδοξο, ο ιθύνων νους και ηγέτης της Σικελικής Εκστρατείας να συμβουλεύει τους εχθρούς της Αθήνας με σκοπό την αποτυχία της ίδιας αυτής επιχείρησης. Στο λόγο του στην Απέλλα, τη σπαρτιατική Εκκλησία του Δήμου, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο Αλκιβιάδης υπογράμμισε τον κίνδυνο που συνεπαγόταν για τη Σπάρτη μια νίκη της Αθήνας στη Σικελία. «Αν η Αθήνα νικήσει και υποτάξει το νησί, όπως είναι άλλωστε και ο στόχος της, τότε η δύναμή της θα αυξηθεί πολύ και είναι βέβαιο πως με ενισχυμένες δυνάμεις θα στραφεί ενάντια στην Πελοπόννησο. Προκειμένου να αποτρέψετε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αλλά και να ελευθερώσετε την Ελλάδα από την αθηναϊκή τυραννίδα και να βοηθήσετε και τους συμμάχους σας στη Σικελία, θα πρέπει να δραστηριοποιηθείτε. Από τη μία να στείλετε στρατιωτική βοήθεια στις Συρακούσες και κυρίως ικανό Σπαρτιάτη στρατηγό που να τους συμβουλέψει, να τους εμψυχώσει και να τους διδάξει πειθαρχία. Από την άλλη, προκειμένου να στερήσετε τους Αθηναίους από τα εισοδήματα της εκμετάλλευσης της γης τους και των μεταλλείων του Λαυρίου, θα πρέπει να τειχίσετε το φρούριο της Δεκέλειας, τοποθετώντας εκεί μόνιμη φρουρά». Οι συμβουλές αυτές του Αλκιβιάδη, με αρνητικό βέβαια τρόπο, αποδεικνύουν τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα. Γιατί ήδη είχε αποδειχθεί με την περίπτωση του Βρασίδα πως ένας ικανός Σπαρτιάτης στρατηγός μπορούσε να φέρει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η επανάληψη του
πολέμου πάλι και των εισβολών στην Αττική θα ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για την Αθήνα, ειδικά αν αυτός ο πόλεμος γινόταν μονιμότερος με τη δημιουργία ενός εχθρικού φρουρίου μέσα σε αυτή. Η Δεκέλεια, στα βορειοδυτικά της Αττικής και σε καίρια θέση, ήταν ιδανική γι’ αυτό το σκοπό. Στο παρελθόν, κατά τον Αρχιδάμειο Πόλεμο, οι εισβολές και η παραμονή του πελοποννησιακού στρατού στην Αττική διαρκούσαν λίγο κάθε έτος και οι Αθηναίοι το υπόλοιπο διάστημα ήταν σε θέση να εκμεταλλεύονται τη γη τους. Η δημιουργία όμως ενός τέτοιου φρουρίου θα σήμαινε τη διακοπή κάθε αγροτικής, μεταλλουργικής και άλλης προσοδοφόρας δραστηριότητας, εξέλιξη φυσικά άκρως ζημιογόνος.

Η επιχειρηματολογία και οι προτάσεις του Αλκιβιάδη έπεισαν τους διστακτικούς Σπαρτιάτες. Από τη μια, λοιπόν, αποφάσισαν να στείλουν στις Συρακούσες μικρό εκστρατευτικό σώμα με ηγέτη τον Γύλιππο, άνδρα έμπειρο στα στρατιωτικά και γνώστη της Σικελίας, αλλά και εισβολή στην Αττική και τείχιση της Δεκέλειας. Ενώ όμως το εκστρατευτικό σώμα υπό τον Γύλιππο οργανώθηκε και εστάλη σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, η τείχιση της Δεκέλειας θα πραγματοποιείτο μόνο ένα χρόνο αργότερα.

Καθώς ο χειμώνας έφτανε στο τέλος του και ο πόλεμος αναμενόταν να ξαναρχίσει την άνοιξη του 414, οι Αθηναίοι, ενισχυμένοι με Ιππικό που σύντομα θα έφτανε τους εξακόσιους πενήντα ιππείς, ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στις Συρακούσες. Μετά τη νίκη τους στη μάχη κατά παράταξη, θεωρούσαν πολύ πιθανό πως οι Συρακούσιοι δεν θα τολμούσαν δεύτερη αναμέτρηση και θα αποσύρονταν στην πόλη τους. Γι’ αυτό άρχισαν να προετοιμάζονται για την πολιορκία της πόλης. Ας δούμε, όμως, εν συντομία τη φυσική διάταξη του χώρου, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι συνέβαινε.

Η πόλη των Συρακουσών τον πέμπτο αιώνα αποτελείτο από το λεγόμενο Νησί, την Ορτυγία, που ενωνόταν με μια στενή λωρίδα γης με τη στεριά. Εκατέρωθεν της Ορτυγίας σχηματίζονταν τα δύο φυσικά λιμάνια της πόλης, ο Μικρός Λιμήν στα βόρεια και ο Μεγάλος στα νότια. Η πόλη διέθετε τείχη, τα οποία περιέκλειαν το άστυ, τις περιοχές δηλαδή της Αχραδινής και της Τύχης. Εκτός τειχών βρισκόταν μεταξύ άλλων και ένα οροπέδιο στα βορειοδυτικά, οι Επιπολές. Από το ύψωμα αυτό μπορούσε κανείς να εποπτεύει όλο το γύρω χώρο και γι’ αυτό η θέση αυτή επρόκειτο να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.

Δεδομένης της διάταξης του χώρου, οι Αθηναίοι σκόπευαν να δημιουργήσουν ένα περιτείχισμα, ένα τείχος δηλαδή γύρω από το τείχος των Συρακουσών, που ουσιαστικά θα απέκλειε την πόλη από τη στεριά, ενώ ο αθηναϊκός στόλος θα εμπόδιζε κάθε επικοινωνία από τη θάλασσα. Έτσι, η πόλη δεν θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί σε τρόφιμα και θα αναγκαζόταν να παραδοθεί. Οι Αθηναίοι το χειμώνα προετοίμαζαν οικοδομικά υλικά για τη δημιουργία του περιτειχίσματος. Από την πλευρά τους οι Συρακούσιοι, που είχαν συνειδητοποιήσει ποια θα ήταν η τακτική των Αθηναίων, καθ’ όλο το χειμώνα έπαιρναν μέτρα, ώστε να καταστήσουν δύσκολη μια ενδεχόμενη κύκλωση της πόλης από την ξηρά και να αποτρέψουν μια απόβαση από τη θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου