Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Το Βενιζελικό Πραξικόπημα του 1935

Διαδήλωση πολιτών στις 2 Μαρτίου του 1935, 
που κρατούν απαγχονισμένο ομοίωμα 
του προδότου Βενιζέλου
Από το 1933 τη διακυβέρνηση της Ελλάδας ασκούσε η κυβέρνηση του Παναγή Τσανδάρη-Γεωργίου Κονδύλη, η οποία ανέλαβε να ανασυγκροτήσει τη χώρα μετά την καταστροφική περίοδο της τελευταίας κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οποία είχε χρεωκοπήσει και ερηπώσει τον τόπο με τις ατασθαλίες και καταχρήσεις της. Το 1935, ωστόσο, ορισμένοι επαγγελματίες κινηματίες, σχεδίαζαν ανταρσία και ανατροπή του κυβερνητικού καθεστώτος προς επαναφορά του Βενιζέλου.


Την αντιπατριωτική εκείνη κίνηση των ξενοκίνητων κινηματιών είχε αντιληφθεί ευθύς αμέσως ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος προκειμένου να προλάβει την φοβερή περιπέτεια εξαιτίας της εθνοκτόνου ανταρσίας, έσπευσε να ενημερώσει, μετά από πληροφορίες που κατείχε, τον Παναγή Τσαλδάρη.

Ο άβουλος όμως και ανίδεος περί αυτά πρωθυπουργός, επαναπαυόταν στις διαβεβαιώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γεωργίου Κονδύλη, ο οποίος εμφανιζόταν ως δυναμικός παράγοντας της κατάστασης. Στον εφυσηχασμό του Τσαλδάρη συνέβαλε και η κωμική και ανόητη δήλωση του υπουργού αυτικών ναυάρχου Αλεξάνδρου Χατζηκυριάκου, ο οποίος επαναλάμβανε χαρακτηριστικά ότι κανείς δεν να μπορούσε να κινηθεί στο ναυτικό εφόσον αυτός κρατούσε στην τσέπη του τα κλειδιά των πλοίων. Ο Μεταξάς όμως διέκρινε τα πράγματα διαφορετικά και ενώπιον του πρωθυπουργού δήλωσε: «ο στόλος εντός ελαχίστων ημερών θα κάνει φτερά». Πράγμα που όπως θα δούμε, επαληθεύτηκε απολύτως.

Μετά από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα κατά τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου προς την 1η Μαρτίου 1935, ξέσπασε το αποτρόπαιο εκείνο στρατιωτικό κίνημα των απατρίδων, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης και διχαστής της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος. Θεωρείται από πολλούς ως το πιο σοβαρό κίνημα στο οποίο ηγήθηκε εκείνος ο αμφιλεγόμενος πολιτικός, καθώς σε αυτό συμμετείχε μεγάλο μέρος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, δημιουργώντας κίνδυνο για εμφύλιο πόλεμο. Οι σημαντικότεροι γνωστοί αξιωματικοί που συμμετείχαν στην ανταρσία ήταν οι εξής:
  • Στρατηγοί: Αναστ. Παπούλας, Δ. Καμμένος, Κ. Βλάχος ή Πράσος, Μιλτ. Κοιμήσης, Γ. Σκανδάλης, Αλ. Μερεντίτης, Γ. Δρομάζος και Κ. Τζαβέλλας.
  • Ανώτεροι αξιωματικοί: Στέφ. Σαράφης, Ηλίας Διάμεσης, Δ. Φλούλης, Αλκ. Μπουρδάρας, Ευρ. Μπακιρτζής, Δ. Βακκάς, Δ. Αναγνωστόπουλος, Μιχ. Λιναρδάκης, Β. Τζιότζιος, Κ. Μακρής, Σόλων Καφάτος, Κ. Ξύδης, Αλ. Βλάικος, Ιγνάτιος Καλλέργης, Ι. Παπαδημητρίου, Αντ. Πυριόχος, Δ. Λαγός, Χρ. Αβραμίδης, Πέτρος Γρηγοράκης, Ευστ. Δεληβοργιάς, Επ. Καλογερέας, Ν. Σπένδος, Αριστ. Σέργιος, Κ. Ψιάρρης, Αν. Φθενάκης, Κ. Χρυσοχόου, Ι. Καυκάς, Χρ. Σαμαράς, Γερ. Λεοντόπουλος, Δ. Κασσάνδρας, Ευάγ. Καραμπαλίκης, Κ. Μακρής, Συμεών Βλάχος, Δ. Ραζής, Εμ. Τσολάκης, Γ. Βαρούχας, Γ. Καραβίτης, Γ. Φουντουλάκης, Ν. Αμούργης, Στέφ. Μπακόπουλος, Δ. Ζώχος, Κλ. Βλοχαϊτόπουλος, Εμ. Τζανακάκης, Λεων. Σπαής, Μιχ. Παναγιωτόπουλος, Αρχ. Δεσποτόπουλος, Α. Μπιτζάνης, Κ. Κλινάκης, Χαρ. Ταμπάκης, Δωρόθεος Βαστάρδης, Χριστόδουλος Τσιγκάντες, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Δ. Ψαρρός, Χρ. Πίψος, Δημ. Ζάγκλης, Περ. Παλαιολόγου, Ι. Στεγανάκος, Στέφ. Λεκανίδης, Στυλ. Ιερονυμάκης, Χ. Τριανταφυλλίδης, Ν. Φλέγκας, Γρηγ. Χονδρός, Κ. Βεντήρης, Ισήδωρος Πυλιούνης, Εμ. Σηφάκης, Γ. Χατζησταυρής, Σταμάτιος Βολάνης, Ιωάννης Σταμέλος, Ν. Μακρής, Κ. Περιστέρης, Βύρων Καραπαναγιώτης, Παυσανίας Κατσώτας, Παύλος Γύπαρης, Ιωάννης Δημάκης, Οδυσ. Παπαμαντέλος, Δ. Μητσόπουλος, Αθ. Τούντας, Μάρκος Κλαδάκης, Ν. Σκαναβής, Σπυρ. Παπούλας, Ν. Γρηγοράκης, Χατζημπέης, Χατζηζαφειρίου, Χατζηκαμάρας, Κονδυλάκης, Γεννηματάς, Κουτούπης, Παπασταματιάδης και πλείστοι άλλοι ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί του στρατού.
  • Αξιωματικοί ναυτικού: Ιωάννης Δεμέστιχας, Ανδ. Κολλιαλέξης, Κ. Αλεξανδρής, Σοφοκλής Λογοθέτης, Ι. Τούμπας, Θ. Κουντουριώτης, Περ. Δημουλής, Σπ. Μανωλάτος, Σταύρος Κουτρούμπας, Δημ. Φωκάς, Ευάγγελος Γεωργουλόπουλος, Χαρ. Ρεβίδης, Ιωάν. Χαλκιόπουλος, Πέτρος Βούλγαρης, Ευάγγελος Κιβωτός, Αθ. Πινότσης, Περικλής Ρουσέν, Ευάγγελος Μπουζάνης, Σπυρ. Παπαδημάκης, Κ. Παπάζογλου, Στέφανος Τσιριμώκος, Μιλ. Κανάρης, Στυλ. Καναβαριώτης, Αθ. Ζάγκας, Θεοφ. Βουτσαράς, Χαράλ. Παπαγιάννης, Δημ. Λούνδρας, Δημ. Καραβίδας, Γ. Κουτσομητόπουλος και πλείστοι άλλοι συνάδελφοί τους.
  • Αξιωματικοί χωροφυλακής: Εμ. Χατζηγιαννάκης, Β. Κολοκοτρώνης, Γ. Βούρος, Ι. Μαργάρης, Γεώργιος Σαμουήλ, Φίλ. Αντωνιάδης, Σωτ. Σπηλιωτόπουλος, Αντ. Παπανικολάου, Κ. Πατεράκης, Εμ. Σταράς, Μιχ. Παπαδάκης, Αλ. Μάνδακας, Στυλ. Μαντουδάκης και πολλοί άλλοι ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί.
Εκτός αυτών στο παραξικόπημα είχε μηυθεί και ο αρχηγός της αστυνομίας πόλεων Ιωάννης Νάσκος και ο αντισμήναρχος Γεώργιος Αλεξανδρής, καθώς και πλείστοι άλλοι των διαφόρων όπλων και σωμάτων ασφαλείας αξιωματικοί.
Ο Στρατηγός Κονδύλης

Τον αρχιστασιαστή Βενιζέλο ακολούθησαν στον αντεθνικό δρόμο, εκτός του Ανδρέου Μιχαλακοπούλου, οι εξής πολιτικοί: Γεώργιος Καφαντάρης, Αλέξος Παπαναστασίου, Στυλιανός Γονατάς, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Πεπές Αργυρόπουλος, Γ. Μπουρδάρας, Θ. Χαβίνης, Γεώργιος Μαρής, Λ. Ιασωνίδης, Ν. Αβραάμ, Δημ. Μαρσέλλος, Μητσοτάκης, Ρούσος, Εμ. Κοθρής, Ιωσήφ Κούνδουρος, Ντεντιδάκης, Δ. Βερνίκος, Αλέξ. Ζάννας και πλείστοι άλλοι. Επίσης, δεν παρέμειναν αμέτοχοι της ανταρσίας, οι δημοσιογράφοι Δημήτριος Λαμπράκης, Πύρρος Γιαννόπουλος και Πολύμερος Μοσχοβίτης, καθώς και o διαμένων στο Παρίσι Νικόλαος Πλαστήρας που ήταν και ο υπαρχηγός του κινήματος και ο άνθρωπος εκείνος στον οποίο βασιζόταν κυρίως ο Βενιζέλος για να διαπράξει τα όσα εγκλήματα διέπραξε και κατά την «επανάσταση» του 1922. Αυτόν μάλιστα είχε επισκεφθεί εκεί ο επιτελάρχης του στρατηγού Οθωναίου συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, ο οποίος μετέφερε σε αυτόν τις οδηγίες του αρχηγού για να βρίσκεται κατά την έκρηξη του πραξηκοπήματος στα σύνορα της Ελλάδας, έτοιμος να εισέλθει εντός αυτής και να αναλάβει την στρατιωτική ηγεσία της νέας βενιζελικής προδοσίας. Τους ανωτέρω κινηματίες πλαισίωσαν και συνέδραμαν ολόκληρος ο υπόκοσμος των προσφυγικών συνοικισμών Αθηνών και Πειραιώς. Σπουδαία μάλιστα συμβολή στην ανταρσία παρείσχαν οι αδερφοί Φιξ και Σταύρος Πιστολάκης, οι οποίοι υπήρξαν, εκτός των Ιταλών, οι οικονομικοί ενισχυτές του πραξικοπήματος.

Στην Αθήνα είχαν ιδρυθεί από απόστρατους αξιωματικούς δύο αυτοαποκαλούμενες «δημοκρατικές» λαϊκές οργανώσεις, η «Δημοκρατική Άμυνα» και η «Πανελλήνια Δημοκρατική Άμυνα», ενώ στη Θεσσαλονίκη είχε ιδρυθεί ο «Εθνικός Δημοκρατικός Φρουρός». Σκοπός αυτών των οργανώσεων ήταν η διατήρηση, με κάθε τρόπο και μέσο στην εξουσία, του Βενιζέλου.

Στην Αθήνα είχαν ιδρυθεί από απόστρατους αξιωματικούς δύο αυτοαποκαλούμενες «δημοκρατικές» λαϊκές οργανώσεις, η «Δημοκρατική Άμυνα» και η «Πανελλήνια Δημοκρατική Άμυνα», ενώ στη Θεσσαλονίκη είχε ιδρυθεί ο «Εθνικός Δημοκρατικός Φρουρός». Σκοπός αυτών των οργανώσεων ήταν η διατήρηση, με κάθε τρόπο και μέσο, στην εξουσία του Βενιζέλου. Στις οργανώσεις αυτές είχαν στρατολογηθεί εκτός των απόστρατων «δημοκρατικών» αξιωματικών και πλείστοι άεργοι ιδιώτες των προσφυγικών συνοικισμών, οι οποίοι χρησίμευαν τότε ως «μπράβοι» των διαφόρων βενιζελικών κομματαρχών. Εκτός των ανωτέρων οργανώσεων, είχε σχηματιστεί στην Αθήνα και μία κεντρική «επαναστατική» επιτροπή (Κ.Ε.Ε), που ήταν υπεύθυνη για τις πρωτοβουλίες των ενεργειών του εν λόγω κινήματος. Ηγετικά μέλη της ανωτέρω επιτροπής ήταν οι αδελφοί Τσιγάντε, οι οποίοι, από υπερβολική και άμετρη φιλοδοξία, επιθυμούσαν να κυριαρχήσουν στο στράτευμα και μέσω αυτού να υπερπηδήσουν στη πολιτική για να κυβερνήσουν τον τόπο.

Αφού λοιπόν είχαν οργανωθεί τα πάντα από τους ανωτέρω αξιωματικούς και διάφορους άλλους παράγοντες, τις πρωινές ώρες της 1ης Μαρτίου 1935 ξέσπασε σε όλη σχεδόν την Ελλάδα το στασιαστικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου απροκαλύπτως τέθηκε πλέον ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην Αθήνα ευθύς αμέσως ο Στέφανος Σαράφης με τον Χρήστο Τσιγάντε, το Χατζησταυρή, το Στεφανάκη και πολλούς άλλους αξιωματικούς και πρόσφυγες, κατέλαβαν το πρότυπο τάγμα του Μακρυγιάννη. Άλλοι με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε κατέλαβαν τη σχολή Ευελπίδων, αφού είχαν απομονώσει τον διοικητή αυτής στρατηγό Ηλία Πολίτη. Οι πλοίαρχοι Δεμέστιχας, Κολλιαλέξης και Χαλκιόπουλος επικεφαλής πολλών άλλων εν ενεργεία και αποστρατεία αξιωματικών του ναυτικού, ανέβηκαν στα πλοία στο ναύσταθμο Σαλαμίνας και έβγαλαν το στόλο στο πέλαγος σε θέση κατάλληλη για βομβαρδισμό της Αθήνας. Κατά την κατάληψη του αστυνομικού σταθμού του ναυστάθμου, οι στασιαστές αξιωματικοί Πάντος, Τσοχαντάρης και Στέφανος Τσιριμώκος δολοφόνησαν τον αρχιεπιστολέα του ναυστάθμου αντιπλοίαρχο Αθανάσιο Σιώκο, ενώ τραυμάτισαν επί του πλοίου τον υποπλοίαρχο Ανδρέα Κορδέλλα.

Ενώ λοιπόν αυτά γίνονταν στην Αθήνα, ένα μέρος του καταληφθέντος στόλου τα κλειδιά του οποίου δήθεν κρατούσε στην τσέπη ο περίφημος εκείνος στόλαρχος Χατζηκυριάκος, έπλεε προς την Κρήτη για να παραλάβει τον εκεί βρισκόμενο αρχιστασιαστή Ελευθέριο Βενιζέλο. Ταυτόχρονα, σε όλες σχεδόν τις φρουρές της βορείου Ελλάδας εκδηλώθηκε και εμαίνετο η ανταρσία. Ολόκληρο το Δ’ σώμα στρατού με επικεφαλής τον διοικητή του στρατηγό Δημήτριο Καμμένο και τους διοικητές των μεραρχιών Σερρών και Δράμας, τέθηκαν στο πλευρό της ανταρσίας. Ο διοικητής Κομοτηνής στρατηγός Στέργιος Γυαλίστρας εναντιωθείς τέθηκε υπό κράτηση, αφού ολόκληρη η μεραρχία του προσχώρησε στους στασιαστές.

Στη Λάρισα επικεφαλής της ανταρσίας ήταν ο συνταγματάρχης Ν. Γρηγοράκης. Στην Κοζάνη ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρράς. Στο Κιλκίς ο συνταγματάρχης Κ. Μακρής. Στις Σέρρες εκτός του μεράρχου Δημ. Αναγνωστοπούλου συμμετείχαν και οι συνταγματάρχες Συμεών Βλάχος, Μιχαήλ Λιναρδάκης και Νικόλαος Φλέγκας. Στη Δράμα οι συνταγματάρχες Ισίδωρος Πηλιούνης και Αθανάσιος Τούντας. Στην Ξάνθη ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Βεντήρης. Στην Κομοτηνή ο συνταγματάρχης Μιχαήλ Παναγιωτόπουλος. Γενικοί σύνδεσμοι των στασιαστών καθ’ όλη τη βόρειο Ελλάδα ήταν οι Ευρυππίδης Μπακιρτζής και Αλκιβιάδης Μπουρδάρας.

Στη Θεσσαλονίκη ο διοικητής του Γ' σώματος στρατού αντιστράτηγος Χαρίλαος Παναγιωτάκος, με γρήγορη και εύστοχη ενέργεια, στην οποία συμμετείχε ο υποστράτηγος του ιππικού Βασίλειος Ιωαννίδου, κατόρθωσε να καταστείλει στο ξεκίνημά της την ανταρσία και να απομακρύνει τον κίνδυνο της επεκτάσεως του κινήματος στη φρουρά της πόλεως. Ταυτοχρόνως δε πέτυχε τη σύλληψη πολλών υπόπτων προσώπων μέσω του αστυνομικού διευθυντού συνταγματάρχου Γκεσερλή. Οι φρουρές της Πελοποννήσου παρέμειναν πιστές στην κυβέρνηση. Αντιθέτως οι φρουρές της Κρήτης και των νήσων του Αιγαίου, υπό την πίεση του στόλου που έλεγχε ο Δεμέστιχας, προσχώρησαν στην ανταρσία. Έτσι η Ελλάς χωρίστηκε σε δύο αντίπαλα και εμπόλεμα στρατόπεδα, σε δύο εχθρικά Κράτη εξαιτίας του αρχομανούς Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος σε όποιο σημείο επικρατούσε προς στιγμή η ανταρσία, κατάλυε τις αρχές και διόριζε δικούς του νομάρχες και γενικούς διοικητές.

Οι στασιαστές του 1935, χωρίς κανένα ηθικό έρεισμα, χωρίς δικαιολογία, χωρίς καμία ευγενή ιδέα και πατριωτικό σκοπό, αλλά με μόνον κίνητρο την αχαλίνωτη φιλαρχία, την ξενοδουλεία και την εγωπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου, επιστρατεύοντας ντόπιους και πρόσφυγες, άρπαξαν τα χρήματα από τα δημοσία ταμεία και από τις τράπεζες, διένειμαν τα όπλα του στρατού σε ιδιώτες, διαίρεσαν τον λαό και εξαπέλυσαν παντού την αναρχία και την καταστροφή. Το ξενοκίνητο αυτό κίνημα, του οποία τα έξοδα κατέβαλε η ιταλική κυβέρνηση μέσω του προξένου της στα Χανιά προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δημιούργησε κολοσσιαίους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους και κλονισμούς. Συγκεκριμένα απειλήθηκε η ακεραιότητα της Ελλάδας από την πλευρά της Βουλγαρίας, που συγκέντρωσε μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου να εισβάλει στο Ελληνικό έδαφος, πράγμα που θα γινόταν εάν δεν μεσολαβούσε η Τουρκία για να της υπενθυμίσει το «Βαλκανικό Σύμφωνο».

Αμέσως μόλις αναγγέλθηκε στην κυβέρνηση η έκρηξη του κινήματος, ο αντιπρόεδρος αυτής και υπουργός των Στρατιωτικών Γεώργιος Κονδύλης έσπευσε αμέσως στο υπουργείο του και αφού διέταξε να δοθεί μέσω του Λυκαβηττού το σύνθημα του συναγερμού, κάλεσε τηλεφωνικώς τους διαφόρους διοικητές των στρατιωτικών μονάδων της Αθήνας, για να τους δώσει διαταγές προκειμένου πάση θυσία να κατασταλεί η ανταρσία και για να εξουδετερωθούν οι καταληψίες του πρότυπου τάγματος Μακρυγιάννη και της σχολής των Ευελπίδων. Εντωμεταξύ ειδοποιηθείς κατάφθασε στο υπουργείο και ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος τέθηκε δίπλα στο πλευρό της κυβερνήσεως και διορίστηκε την επομένη υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Ο διαπρεπής εκείνος επιτελικός αξιωματικός, παρότι γνώριζε την καχυποψία του Παναγή Τσαλδάρη και τα εχθρικά αισθήματα των επιτελών του Λαϊκού κόμματος και του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Γεωργίου Κονδύλη και παρότι δικαιούνταν να παραμείνει απλός θεατής των διαδραματιζομένων, αφού δεν ελήφθησαν υπόψη οι συστάσεις και πληροφορίες του, εντούτοις έθεσε τον εαυτό του αμέσως στη διάθεση της κυβερνήσεως, εμψύχωσε αυτήν και με την οξυδέρκειά του. Ο Μεταξάς ου εγκαταστάθηκε προσωρινά στο υπουργείο των ναυτικών μελέτησε εκεί στρατιωτική κατάσταση και παρείχε πολύτιμες συμβουλές για την καταστολή της αντεθνικής ανταρσίας του Βενιζέλου.

Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε καθ’ όλο το διάστημα της ζωής του εκ των πλέον σκληρών, ευγενών, αλλά και θαρραλέων αγωνιστών. Επί 40 περίπου έτη δεν άφησε για καμία στιγμή εθνικό χαράκωμα. Πολέμησε με ακατάβλητη ορμή στην πρώτη γραμμή υπέρ των εθνικών υποθέσεων και στο τέλος κατανίκησε όλα τα εμπόδια για το θρίαμβο της Ελλάδας. Ότι χαρακτήριζε τον Ιωάννη Μεταξά, ήταν το πάθος της δράσεως για την Πατρίδα. Υπήρξε ψύχραιμος και στις πιο δύσκολες περιστάσεις, επίμονος, επιθετικός και αμείλικτος στον αγώνα. Η παρουσία του έτσι επιβαλλόταν περισσότερο από όλους τους στρατιωτικούς και πολιτικούς άνδρες της Ελλάδας τότε. Είχε σε υπέρτατο βαθμό αλύγιστη τη δύναμη της ψυχής, ακατανίκητη θέληση και απροσμέτρητο επιθετικό μένος. Ο Μεταξάς ουδέποτε εγκατέλειψε τον αγώνα και όταν ακόμα εγκαταλείφτηκε και από τους στενότερους φίλους του, αγωνίσθηκε αδιάκοπα, μόνος, εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του, εναντίον της κοινής γνώμης, εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών ειδώλων τα οποία στο τέλος και κατανίκησε.

Η συμβολή του Μεταξά στην πατρίδα την τόσο κρίσιμη εκείνη στιγμή της βενιζελικής προδοσίας υπήρξε αναμφισβήτητα τεραστία. Χωρίς αυτόν η Ελλάς θα υπέκυπτε στο βενιζελισμό και όλοι μπορούμε να φανταστούμε τι θα συνέβαινε κατά τη στιγμή της επιδόσεως του ιταλικού τελεσιγράφου το 1940, εάν δεν βρισκόταν τότε επικεφαλής του έθνους ο χαλύβδινος κυβερνήτης.

Η κυβέρνηση μετά τις εντολές προς πάταξη της ανταρσίας κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο και έθεσε το Κράτος σε κατάσταση πολιορκίας, ενώ διέταξε τη σύλληψη πολλών βενιζελικών παραγόντων  μυημένων στην προδοσία, καθώς και την κατάσχεση των περιουσιών όλων των κινηματιών. Μεταξύ των κατασχεθέντων συμπεριελήφθη και το επί της λεωφόρου Κηφισίας μέγαρο του αρχιστασιαστή, το τεθωρακισμένο αυτοκίνητό του, καθώς επίσης και οι περιούσιες όλων των κορυφαίων επιτελών αυτού.

Κατόπιν διαταγής του υπουργού των στρατιωτικών Γεωργίου Κονδύλη, πεζικά κυβερνητικά τμήματα μαζί με δυνάμεις πυροβολικού και τεθωρακισμένα, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ευάγγελος Τρεπεκλής, ο Γεώργιος Βαγενάς, ο Νικόλαος Κουσίντας και ο Γεώργιος Κουρουκλής, επιτέθηκαν με ακατάσχετη ορμή εναντίον των στασιαστών οι οποίοι με επικεφαλή τον Στέφανο Σαράφη, είχαν καταλάβει το τάγμα Μακρυγιάννη. Ακολούθησε σκληρή μάχη μεταξύ των αντιπάλων παρατάξεων κατά την οποίαν κατατροπώθηκαν οι κινηματίες και παραδόθηκαν στα κυβερνητικά στρατεύματα. Ο συνταγματάρχης Τρεπεκλής και ο ταγματάρχης των τεθωρακισμένων αρμάτων Κουσίντας τραυματίσθηκαν κατά τη μάχη. Επίσης από τους στασιαστές αξιωματικούς τραυματίσθηκε ο Γεώργιος Χατζησταυρής.

Στη σχολή Ευελπίδων μόλις ο αγώνας απέβη υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων οι καταληψίες του στρατιωτικού εκείνου τεμένους, με επικεφαλή τον λοχαγό Ιωάννη Τσιγάντε, έσπευσαν μέσω του άλσους της σχολής να δραπετεύσουν. Όμως, λίγο αργότερα συνελήφθηκαν από τον διοικητή του σταθμού χωροφυλακής Πυριτιδοποιείου Κουτσοχέρα. Ο στρατηγός Κωνσταντίνος Βλάχος ή Πράσος, ο οποίος επρόκειτο να καταλάβει με διακόσιους πρόσφυγες τον συνοικισμό Πολυγώνου τα «Τουρκοβούνια», από το ύψος των οποίων θα δέσποζε των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας, δεν πρόφθασε να εκτελέσει το σχέδιο του και συνελήφθηκε.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους μυηθέντες κινηματίες αξιωματικοί, στους οποίους είχε στηριχθεί η επιτυχία του κινήματος, λιποψύχησαν την τελευταία στιγμή και δεν βρέθηκαν στις θέσεις τους. Από τους 75-80 αξιωματικούς, που είχε σχεδιαστεί να βρίσκονται στη σχολή Ευελπίδων, μόλις 12 μεταβήκανε εκεί. Από τους 70 περίπου, που προορίζονταν για το τάγμα Μακρυγιάννη, μόνο 11 βρέθηκαν παρόντες. Επίσης από τους 60 που έπρεπε να βρίσκονται σε ορισμένο μέρος των Αμπελοκήπων μόλις 4 κατόρθωσαν να βρεθούν στις θέσεις τους. Έτσι, στην και οι δύο στασιαστικές εστίες που ξέσπασαν στην Αθήνα εξουδετερώθηκαν εντελώς, εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος και χωρίς μεγάλες απώλειες.

Ενώ λοιπόν στην Αθήνα κατεστάλη η ανταρσία, στην βόρεια Ελλάδα εμαίνετο από του ενός άκρου μέχρι το άλλο. Οι στασιαστές σε Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή και στις λοιπές πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης, αφού κατέλυσαν τις αρχές εκδήλωσαν το πολεμικό τους μένος εναντίον των δημοσίων ταμείων και των τραπεζών, τα οποία λεηλάτησαν κυριολεκτικά. Φάλαγγες τέτοιων άναρχων βάδιζαν μάλιστα εναντίον της Θεσσαλονίκης. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε, έτσι, να καλέσει σε επιστράτευση εφέδρους για να σταματήσεις τους αυτόεπονομαζόμενους «επαναστάτες».

Εννοείται ότι από την πρώτη στιγμή ο Ελληνικός Λαός εξεγέρθηκε εναντίον των πατριδοκάπηλων και είχε τεθεί σύσσωμος στο πλευρό της κυβερνήσεως προς πάταξη της προδοσίας. Οι βενιζελικές εφημερίδες έπαυσαν να κυκλοφορούν, ύποπτοι συλλαμβάνονταν και έκτακτα στρατοδικεία συγκροτήθηκαν για τους συλλαμβανομένους στασιαστές. Ο Γεώργιος Κονδύλης αναχώρησε για την Μακεδονία, για να διευθύνει αυτοπροσώπως τις επιχειρήσεις εναντίον των στασιαστών.

Εντωμεταξύ ο νέος υπουργός των ναυτικών Σοφοκλής Δούσμανης, ο οποίος αντικατέστησε τον «στόλαρχο» Χατζηκυριάκο, κατόρθωσε μέσω του ναυάρχου Δ. Οικονόμου να κινητοποιήσει μερικά αντιτορπιλικά και να τα διατάξει να καταδιώξουν τα πλοία που κατευθύνονταν για την Κρήτη για παραλαβή του αρχηγού της ανταρσίας Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα πλοία των στασιαστών ήταν το Αβέρωφ, το Λέοντος, το Ψαρρά, το Νίκη, το Έλλη και το Νηρεύς. Άπαντα τα ανωτέρω πολεμικά κηρύχθηκαν από την κυβέρνηση ως πειρατικά...

Μόλις έφτασε στην Κρήτη ο στόλος των στασιαστών, ο εκεί κινηματίας στρατιωτικός διοικητής Εμμανουήλ Τζανακάκης, επιβιβαζόμενος στο Αβέρωφ χαιρέτησε τους στασιαστές εξ ονόματος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Συγχρόνως διαβίβασε διαταγή του αρχιστασιαστή όπως ο στόλος σπεύσει τάχιστα προς τη Θεσσαλονίκη. Κατά τον πλου όμως ραδιοτηλεγράφημα ανήγγειλε ότι η είσοδος του στόλου στο Θερμαϊκό κόλπο ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, λόγω του ότι είχαν τοποθετηθεί τορπίλες. Η τοποθέτηση τορπίλων στο Θερμαϊκό και ο αποκλεισμός του στασιαστικού στόλου από τη Μακεδονική πρωτεύουσα ήταν έργο του Ιωάννη Μεταξάς, ο οποίος αμέσως προέβλεψε τη σπουδαιότητα αυτής της ενέργειας και το μελλοντικό σφάλμα των στασιαστών. Διότι αν ο στόλος αντί της Κρήτης μετέβαινε ευθύς αμέσως στην Θεσσαλονίκη, θα ασκούσε αναμφισβήτητα μέγιστη επιρροή στη στρατιωτική κατάσταση της Μακεδονίας και ασφαλώς άλλη θα ήταν η έκβαση του αντιπατριωτικού εκείνου κινήματος. Κατόπιν λοιπόν του ραδιοτηλεγραφήματος εκείνου ο Αβέρωφ μαζί με τα λοιπά σκάφη επανέπλευσει για την Κρήτη, εκτός της Έλλης, η οποία κατευθύνθηκε προς την Καβάλα για να ενισχύσει την εκεί δύναμη των στασιαστών υπό τον στρατηγό Καμμένο.

Ο πλοίαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου μη γενόμενος δεκτός στην κεντρική επιτροπή των στασιαστών, όπως επιθυμούσε, όταν αντιλήφθητε ότι ο αγώνας έκλινε εναντίον των στασιαστών προσφέρθηκε στο ναύαρχος Δημήτριο Οικονόμου να υπηρετήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις. Στις 10 Μαρτίου ο Σακελλαρίου κατόρθωσε από τη δυτική πλευρά της Θάσου να βομβαρδίσει, αντί το λιμάνι της Καβάλας που βρισκόταν η Έλλη, τα υψώματα της πόλης, προκαλώντας καταστροφές και θύματα μεταξύ του αμάχου πληθυσμού. Ο διοικητής όμως της Έλλης, το επιτελείο και το πλήρωμα αυτής, πανικοβλημένοι από το βομβαρδισμό εγκατέλειψαν το σκάφος και εξήλθαν στην ξηρά.

Ο στρατηγός Κονδύλης φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη υπό μία πρωτοφανή κακοκαιρία, αδυνατεί αρχικά να ενεργήσει για καταστολή της ανταρσίας. Ο Στρυμόνας ποταμός ήταν πλημμυρισμένος και η πεδιάδα των Σερρών όπου επρόκειτο να διεξαχθούν οι επιχειρήσεις είχε καταστεί αδιάβατη από τα χιόνια. Τα κυβερνητικά στρατεύματα όμως παρά την κακοκαιρία συγκεντρωμένα στον Στρυμόνα προπαρασκεύαζαν την επίθεση για ήττα των στασιαστών.

Ευθύς μόλις ο καιρός βελτιώθηκε, τα κυβερνητικά στρατεύματα την 10η Μαρτίου υπό την καθοδήγηση και ηγεσία του στρατηγού Κονδύλη, άρχισε την εξόρμησή του εναντίον των στασιαστών, που διά της βίας είχαν στρατολογήσει αρκετές δυνάμεις από τον πληθυσμό της υπαίθρου. Αεροπλάνα που δανείστηκε η κυβέρνηση από τη Σερβία βομβάρδισαν τους καταυλισμούς και τις θέσεις των στασιαστών, οι οποίοι πανικόβλητοι ανέμεναν την τελική τους ήττα. Μέχρι και ο Πλαστήρας που αντιλήφθηκε το μάταιο αγώνα, προτίμησε να μη διακόψει τη χλιδή του, αλλά να παραμείνει στο Μιλάνο, στο οποίο βρισκόταν από την έναρξη των επιχειρήσεων.

Οι άνδρες των στασιασμένων συνταγμάτων, ευθύς μόλις αντιλήφθηκαν τη βενιζελική προδοσία, πέταξαν τα όπλα και εγκατέλειψαν τους αρχηγούς τους. Εντός τριών ημερών η ανταρσία κατεστάλη σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι στασιαστές κατατροπώθηκαν κυριολεκτικά. Πολλοί εξ αυτών παραδόθηκαν, άλλοι αυτοκτόνησαν και άλλοι κατέφυγαν σε γειτονικά κράτη.

Ο αρχιστασιαστής Ελευθέριος Βενιζέλος με την σύζυγό του και τους κορυφαίους συνωμότες του (Κολλιαλέξη, Δεμέστιχα, Χαλκιοπούλου, Γ. Μαρή, Κοθρή, Εμ. Τζανακάκη, Κουνδούρου, Γεωργιλαδάκη, Σκουλά, Βολουδάκη και άλλων) το βράδυ της 11ης Μαρτίου κατέφυγαν από την Κρήτη στο νησί Κάσο και από εκεί στην Ιταλία, η οποία όπως είπαμε προηγουμένως χρηματοδότησε την ανταρσία. Ο αρχηγός της προδοσίας επηρεασμένος από αναισθησία και πώρωση κατά την άφιξή του τις νυχτερινές ώρες στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα βρέθηκε να χορεύει σε κοσμική συγκέντρωση, χωρίς να έχει επηρεαστεί από το στυγερό έγκλημα κατά της πατρίδας. Ο στρατηγός Καμμένος μετά των Μπακιρτζή, Βεντήρη, Βλοχαϊτοπούλου, Ροδοπούλου, Μπουζάνη, Γεωργουλοπούλου, Μπουρδάρα, Παπασταματιάδου, Γεωργακοπούλου, Ξύδη και άλλων, πέρασαν την ελληνοβουλγαρική μεθόριο και παραδόθηκαν στους Βούλγαρους. Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Αναγνωστόπουλος με τον Σ. Βλάχο και άλλους κατέφυγαν στο τουρκικό έδαφος. Οι συνταγματάρχες Παναγιωτόπουλος και Μάμαλης αυτοκτόνησαν. Θύματα στα πεδία των μαχών υπήρξαν: 13 νεκροί και 196 τραυματίες, εκτός εκείνων του αμάχου πληθυσμού.

Στο υπουργείο εξωτερικών λήφθηκε τηλεγράφημα από την Ελληνική πρεσβεία της Σόφιας με το οποίο αναφερόταν ότι οι συλληφθέντες στασιαστές από τους Βούλγαρους αφαίρεσαν 60 εκατομμύρια δραχμές από το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδας στις Σέρρες και 20 εκατομμύρια από το υποκατάστημα Καβάλας της ίδιας τράπεζας. Επίσης λήφθηκαν τηλεγραφήματα πολλών ταμείων του κράτους, κυρίως αυτών της Κρήτης, για τη μεγάλη έκταση των λεηλασιών εκ μέρους των στασιαστών. Αξιοσημείωτο παραμένει ότι οι στασιαστές που μετέβησαν στη Βουλγαρία έφεραν μαζί τους διακόσιες ογδόντα χιλιάδες δραχμές.

Οι κατασχέσεις των ατομικών περιουσιών των στασιαστών έφεραν στο φως μυθώδη χρηματικά ποσά τα οποία αυτοί κατείχαν. Εν ονόματι του Κυριάκου Βενιζέλου ανευρέθηκαν κατατεθειμένα στην Εθνική Τράπεζα και κατασχέθηκαν: 3.800 μετοχές της εταιρείας Κάδμος, 4.883 ομόλογα του δανείου ελληνοβουλγαρικής μεταναστεύσεως, 2.300 ομόλογα της εταιρείας Χρυσαλίς, 350 μετοχές της Τράπεζας της Ελλάδας, 380 μετοχές της Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης, 28 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, 15 μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής, και μετρητά όψεως 1.152.000. Στη Βρετανογαλική Τράπεζα και εντός του υπ’ αριθμόν 415 ιδιωτικού χρηματοκιβωτίου του ίδιου, βρέθηκαν τα κάτωθι χρεόγραφα: 1.000 μετοχές της Τράπεζας Αθηνών, 300 ομόλογα Πολεμοπαθών, 4 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, 16 μετοχές της Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης και 14 μετοχές της Τραπέζης της Ελλάδας. Επίσης, 55 ομόλογα του δανείου του 1920, 200 μετοχές των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων, 218 ομόλογα ελληνοβουλγαρικής μεταναστεύσεως, 2.200 μετοχές της εταιρείας Χρυσαλίς και 3 αποδείξεις της Εθνικής Τραπέζης με υπόλοιπο πιστωτικού λογαριασμού 186.528 δραχμών. Στην Τράπεζα της Ελλάδας βρέθηκαν 314 μετοχές της ίδιας τράπεζας και 125 ομόλογα ανταλλαξίμων. Στην εταιρεία Παντελίδη βρέθηκε κατάθεση 155.457 δραχμών και στην εταιρεία Κάδμος 500 μετοχές της εταιρείας αυτής και κατάθεση σε μετρητά 491.915.

Στο όνομα του Ελευθερίου Βενιζέλου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα κάτωθι ποσά. Στην Εθνική
Τράπεζα της Ελλάδας χρεόγραφα προς φύλαξη: 240 μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής, 532 μετοχές της Τράπεζας Αθηνών, 188 ομόλογα του δανείου του 1922, 255 μετοχές της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας, 240 μετοχές του δανείου του 1930, 190 ομόλογα του δανείου των 300 εκατομμυρίων και καταθέσεις όψεως 1.397.000 δραχμές. Στην Τράπεζα Χίου βρέθηκαν καταθέσεις εν ονόματι του ίδιου 1.888.622 δραχμές και χρεόγραφα προς φύλαξη: 1.755 ομόλογα της ελληνοβουλγαρικής μεταναστεύσεως και 2.352 ομόλογα του δανείου Ελλήνων υπηκόων. Εκ των στοιχείων της ίδιας τράπεζας προέκυψε ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν κάτοχος και 40.675 ομολόγων Αποζημιώσεων Ανταλλαξίμων κατατεθειμένων στη Ρόαγιαλ Μπανκ.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με τους συνεργάτες του κρίθηκε από δικαστήριο που ακολούθησε ένοχος εσχάτης προδοσίας και καταδικάστηκε σε θάνατο. Δεδομένης της δειλίας του δεν θέλησε να επιστρέψει ξανά στην Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά απεβίωσε και θάφτηκε με πολιτική κηδεία στα Χανιά.

2 σχόλια:

  1. ο Μεραρχος Δημήτριος Αναγνωστόπουλος ήταν υποστράτηγος όχι συνταγματάρχης όπως αναφέρετε και πολύ έχθρα έχετε έναντι του Βενιζέλου που ήταν και ο μοναδικός που μεγάλωσε τα σύνορα της Ελλάδας .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δυστυχῶς, ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος πῆρε εἰς τόν λαιμόν του, τόσους πολλούς καί ἰκανωτάτους στρατιωτικούς, ὄπως ὁ ἀείμνηστος Παπποῦς σας! Τά σέβη μου!

      Διαγραφή