Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Η δολοφονία του Bασιλιά Γεωργίου Α' (Μέρος 2)

Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ σε
ελαιογραφία του Γ. Ιακωβίδη.

Οι θεωρίες για τη δολοφονία
Την εποχή της δολοφονίας, οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο πλήθαιναν τα φαινόμενα που, κατά κάποιο τρόπο, προανήγγελλαν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) προετοίμαζαν τη δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού, που θα εκτεινόταν από την Βαλτική Θάλασσα έως τον Περσικό Κόλπο και βρίσκονταν ήδη σε φάση πολεμικής προπαρασκευής. Ταυτόχρονα, οι Αυστριακοί, σχεδόν απροκάλυπτα, διεκδικούσαν από καιρό την Θεσσαλονίκη, την οποία ήθελαν να μετατρέψουν σε ασφαλή ναύσταθμο. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες βουλγαρικές στοχεύσεις, ήταν φυσικό να προκαλέσουν ποικίλες θεωρίες ως προς τα ακριβή κίνητρα του δράστη και τους ενδεχόμενους ηθικούς αυτουργούς.


Πρώτη θεωρία: Κίνητρο, η εκδίκηση
Αν και η επίσημη εκδοχή περί μεμονωμένου δολοφόνου με κίνητρο την εκδίκηση παραμένει έως σήμερα η πιο ισχνή, μια πληροφορία που παραθέτει ο Γ. Κρίστμας (W. Christmas), προσωπικός φίλος και βιογράφος του Γεωργίου, δείχνει να την ενισχύει. Σύμφωνα με τον Γ. Κρίστμας, το πρωί της δολοφονίας σε συνάντησή του με τον Γεώργιο, στην ήταν παρών και ο Πρίγκιπας Νικόλαος, ο Βασιλιάς τού είπε ότι «η πεντηκονταετηρίς του, τον προσεχή Οκτώβριον, θα εσήμαινε το τέλος της βασιλείας του. Ο Πρίγκιψ Νικόλαος εκίνησε την κεφαλήν του, ωσάν η απόφασις αυτή να του ήτο γνωστή, και το εδέχετο ως γνωστόν. Φαντάζομαι ότι έδειξα κάποιαν έκπληξιν, διότι ο Βασιλεύς συνέχισε: […] ‘Ναι, θα παραιτηθώ. Είναι καιρός να αναλάβη ο γιος μου. Έφθασε εις την κανονικήν ηλικίαν, έχει σθεναρότητα, την οποίαν εγώ πλέον δεν έχω. Είναι δημοφιλής, και έχει κερδίσει θέσιν περιωπής και εσωτερικώς και εξωτερικώς. Η ώρα του ήλθε’. Ουδείς άλλος, εκτός από τα μέλη της οικογενείας του, εγνώριζε τι δια την απόφασιν του Βασιλέως. Κατά την συνομιλίαν αντελήφθην πλέον καθαρά, ότι η παραίτησις θα εγίνετο την 26 Οκτωβρίου 1913, μετά τας εορτάς της πεντηκονταετηρίδας του» (Γ. Κρίστμας: «Ο Βασιλεύς Γεώργιος της Ελλάδος»).

Αν είναι έγκυρη η πληροφορία του Γ. Κρίστμας εγείρεται το ερώτημα γιατί να απεργάζονται κάποιοι τη δολοφονία του Γεωργίου, αφού ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει οικειοθελώς τον θρόνο σε επτά μήνες; Εκτός, εάν η μυστικότητα της απόφασής του, είχε στερήσει τη σχετική πληροφόρηση από τους επίδοξους δολοφόνους του…
Η σωρός του Βασιλιά, την οποία βαστάζουν οι γιοι του.


Δεύτερη θεωρία: Βούλγαρος, ο ηθικός αυτουργός
Η θεωρία αυτή, ίσως «γεννήθηκε» από τα σφύζοντα αντιβουλγαρικά αισθήματα του Ελληνικού λαού εκείνη την περίοδο, ωστόσο δεν στερείται κάποιας ιστορικής βάσης αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με αυτήν, ο Αλ. Σχινάς έδρασε ως μίσθαρνο όργανο των Βούλγαρων, κάτι που ενισχύεται και από το σχεδόν βέβαιο γεγονός πως, το προηγούμενο διάστημα, είχε τακτικές επαφές με τον Βούλγαρο συνταγματάρχη και κομιτατζή Τσιλιγκέρωφ. Σημειώνεται, πάντως, πως την εν λόγω πληροφορία αναπαρήγαγε αργότερα ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις» του (σελ. 620), αλλά και η εφημερίδα «Πατρίς» σε δημοσίευμά της τον Μάιο του 1929.

Τρίτη θεωρία: Δολοφόνος, ο Αυστριακός Σχινάζι
Πρόκειται για το πιο… ευφάνταστο σενάριο. Είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1924, όταν κάποιος Γλ. Κόκλης (πρόκειται, πιθανότατα, για ψευδώνυμο) κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Βενιζέλος, Στέμμα, Δημοκρατία». Εκεί, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι ο πραγματικός δολοφόνος του Γεωργίου ήταν ο Αυστριακός αξιωματικός Σχινάζι (Schinazyi), που υπηρετούσε σ’ ένα αυστριακό πολεμικό πλοίο, το οποίο ναυλοχούσε εκείνες τις μέρες στην Θεσσαλονίκη. Μετά την πράξη του, ο Σχινάζι έσπευσε να εξαφανιστεί και στη… θέση του συνελήφθη ο Αλ. Σχινάς, ο οποίος περνούσε τυχαία από το σημείο της δολοφονίας και λόγω της ιδιότυπης προσωπικότητάς του ανέλαβε την ευθύνη της. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην «παρεξήγηση» αυτή συνετέλεσε και το γεγονός πως τα δύο ονόματα παρουσίαζαν ηχητική ομοιότητα και ήταν εύκολο να παρασύρουν τους διεξάγοντες την ανάκριση! Μια άλλη εκδοχή αυτού του σεναρίου, ανέφερε πως, ίσως, ο Σχινάζι να συνόδευε τον Αλ. Σχινά, ώστε σε περίπτωση που ο δεύτερος δεν τα κατάφερνε, να αναλάμβανε δράση αυτός.

Τέταρτη θεωρία: Γερμανοαυστριακή συνομωσία
Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως είναι η επικρατέστερη εκδοχή. Άλλωστε, από τις πρώτες ημέρες μετά τη δολοφονία, είχαν αρχίσει να πληθαίνουν τα στοιχεία που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς, αμέσως μόλις συνελήφθη φέρεται να δήλωσε στους αστυνομικούς πως «εάν δεν τον εσκότωνα, θα σκοτωνόταν από άλλους».

Εξάλλου, ο πρωτοδίκης Β. Κανταρές, έντεκα μήνες μετά τη δολοφονία, όταν συνάντησε τυχαίως στην Αθήνα τον συνάδελφό του Δ. Βακά ομολόγησε πως παρά το γεγονός ότι ο Κ. Ρακτιβάν και ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Αργυρόπουλος είχαν δηλώσει ότι δεν επρόκειτο για συνωμοσία, ο ίδιος πίστευε ότι «ο δολοφόνος ήταν βαλτός από τους Αυστριακούς». Την ίδια, ακριβώς, πληροφορία μετέφερε ο πρωτοδίκης και το 1938 σε μια συνομιλία που είχε με τον ιστορικό Γ. Κορδάτο. Γράφει ο Κορδάτος: «(Ο Β. Κανταρές) Είπε ότι στην αρχή, παρ’ όλο το ξύλο που έφαγε ο Σχινάς (σ.σ.: από τους αστυνομικούς), δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά μια-δυο μέρες ύστερα, άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε πράχτορες Γερμανούς και μάλιστα τον Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν προχωρούσε, αν και έλεγε πως υπάρχουν και άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα. […] Ο Σχινάς δεν ήταν μανιακός κι ανισόρροπος. Ίσα-ίσα τα είχε τετρακόσια και, όπως διαπιστώθηκε, έκανε ταξίδια στην Γερμανία και την Αυστρία. Η δολοφονία οργανώθηκε στο Βερολίνο ή στη Βιέννη» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 314).

Ο στρατηγός
Ο Θ. Πάγκαλος
Θ. Πάγκαλος, στα «Απομνημονεύματά» του, σημειώνει για το θέμα: «[…] Ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α’ έτρεφε πραγματικήν αντιπάθειαν προς τον Γερμανόν Αυτοκράτορα και ήτο ένθερμος θιασώτης της Αγγλικής πολιτικής. […] Διεδόθη τότε ότι επρόκειτο (σ.σ.: ο Αλ. Σχινάς) περί αναρχικού και ανισόρροπου, αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν ήτο αληθές…Ο διευθύνων τότε τας ανακρίσεις Β. Κανταρές, προσωπικός φίλος μου, μου εβεβαίωσεν επίσης την ακρίβειαν των ανωτέρω και μου εξέφρασε την πεποίθησί του ότι ο Σχινάς δεν ήτο ανισόρροπος ούτε αναρχικός, αλλ’ ότι υπήρξεν όργανον ανθρώπων οι οποίοι ενήργουν προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων ξένης δυνάμεως, η οποία είχε συμφέρον να θέση εκ ποδών τον αείμνηστον Βασιλέα Γεώργιον, ούτινος ήσαν γνωστά τα θερμά υπέρ της Αγγλίας αισθήματα. […] Ακολουθών το γνωστόν αστυνομικόν δόγμα ‘Ζήτησον τον ωφελούμενον του εγκλήματος’ και λαμβάνων υπόψη ότι μετά εν έτος εξ’ αφορμής μιας άλλης υπόπτου βασιλικής δολοφονίας (του Αρχιδουκός της Αυστρίας εν Βοσνία), εξερράγη ο Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει το δικαίωμα πας τις να εξαγάγη το συμπέρασμα ότι ο αείμνηστος Βασιλεύς έπεσε θύμα των εν τη Βαλκανική βλέψεων της Γερμανίας». (σελ. 279-280).

Αλλά και η αφήγηση του στρατηγού Λ. Παρασκευόπουλου στις «Αναμνήσεις» του, σχετικά με μια συνάντηση που είχε, μετά τη δολοφονία, με τον πρίγκιπα Νικόλαο, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα:
Ο Λ. Παρασκευόπουλος
«Η θλίψις μου εκ της αναμνήσεως του θανόντος πατρός του» αναφέρει ο Λ. Παρακευόπουλος «ήτο ακόμα ζωηρά, όπως επίσης ζωηρά ήσαν τα κατά της Γερμανίας αισθήματά του, τα οποία συνεμερίζετο με τον πατέρα του. Εις τας πρώτας μου λέξεις, ας τους απηύθυνα ίνα τον συλλυπηθώ και αποδοκιμάσω τον, ως ενόμιζον αναρχικόν, δολοφόνον Σχινάν, δακρύων διεμαρτυρήθη ζωηρότατα και μου ετόνισεν ότι η δολοφονία του Βασιλέως δεν είναι έργον των αναρχικών, αλλ’ έργον πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων» (τόμος Α’, σελ. 161).

Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός πως ο τότε πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσσαλονίκη Κραλ φρόντιζε με παραπλανητικές πληροφορίες στον Τύπο να απομακρύνει κάθε υποψία για συμμετοχή της χώρας του στην υπόθεση, ενώ ως κρίσιμος κρίνεται και ο ρόλος του Γερμανού πρέσβη στην Ελλάδα φον Βάγκεν Χάιμ. Αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρει, σχετικά, ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις»: «Εις ‘Ελευθ. Βήμα’ (19 Μαρτ. 1927) εγράφησαν εκ πληροφοριών (ως βεβαιοί ο γράφων Α. Κ.) του πρώην υπουργού των Εξωτερικών Καλλέργη, όστις εγνώριζεν από τον Βασιλέα, (τα) περί των κατ’ αυτού ενεργειών του Γερμανού, Φον Βάγκεν Χάιμ. Και εν Κωνσταντινουπόλει βραδύτερον έμαθεν ότι η εκεί γερμανική πρεσβεία είχεν εργασθεί, εν εποχή, καθ’ ήν ο ίδιος υπηρέτει εν αυτή, περί της δολοφονίας του Γεωργίου. Εκ του δημοσιεύματος τούτου, λαβών αφορμή, έμαθον ότι ο Βάγκεν Χάιμ ήτο εν Αθήναις και βραδύτερον εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυς της Γερμανίας και ότι κατά την εδώ διαμονήν του είχεν την μεγάλην εμπιστοσύνην της Σοφίας, συζύγου του Κωνσταντίνου, ούτινος φίλοι τινές, πιστεύω εν αγνοία του, πολύ επόθουν να αντικατασταθεί όσον οιόν τε ταχύτερον ο Αγγλόφιλος πατήρ παρά του Γερμανόφιλου υιού του» (σελ. 619-620).

Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, ο Γερμανός πρέσβης είχε συναντηθεί, παλιότερα, με τον Αλ. Σχινά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το όπλο του φόνου (ένα μαυροβουνιώτικο περίστροφο) είχε δοθεί στον δράστη της δολοφονίας από φύλακα του αυστριακού προξενείου. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό Γερμανοί ή Αυστριακοί πράκτορες να είχαν στρατολογήσει τον Αλ. Σχινά, που βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, με την υπόσχεση ενός χρηματικού ποσού και να τον είχαν μετατρέψει σε πειθήνιο όργανό τους. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως ταιριάζει η άποψη πως ο Αλ. Σχινάς συνοδευόταν, την ώρα της δολοφονίας, από κάποιον Γερμανό ή Αυστριακό αξιωματικό, ίσως τον Σχινάζι.

Επισημαίνεται, επίσης, πως ουδέποτε συντάχθηκε επίσημη έκθεση για τη δολοφονία. Ακόμα, ο υπασπιστής του Γεωργίου, Φραγκούδης, ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει, ενώ αργότερα εστάλη στην Ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον ως στρατιωτικός ακόλουθος, με την εντολή να μην επιστρέψει ποτέ. Πράγματι, ο Φραγκούδης παρέμεινε στις ΗΠΑ ως το θάνατό του, χωρίς να μιλήσει ποτέ -τουλάχιστον επίσημα- για την υπόθεση.

Αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε ο Αλ. Σχινάς;
Μετά τις πρώτες εβδομάδες και καθώς η υπόθεση ήταν ιδιαζόντως σοβαρή, τις ανακρίσεις για τη δολοφονία ανέλαβαν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάμπρου, ο πρόεδρος Πρωτοδικών Βάσης και ο εισαγγελέας Εφετών Ρωμανός. Την κρισιμότητα της κατάστασης υπογράμμισε και το γεγονός ότι η Βασίλισσα Όλγα επισκέφθηκε δύο ή τρεις φορές τον Αλ. Σχινά στο κελί του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, μετά την τελευταία επίσκεψή της βγήκε από το κελί συντετριμμένη. Πολλοί εκτιμούν ότι ο Αλ. Σχινάς τής είχε αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας. Η Όλγα δεν μίλησε σε κανέναν για το περιεχόμενο των συνομιλιών της με τον δράστη, παρά μόνο στον Πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος όμως ποτέ δεν τοποθετήθηκε ανοικτά για το θέμα αυτό. Ωστόσο, ορισμένοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη μεραρχία του, τον είχαν ακούσει αργότερα να οικτίρει τους Αυστριακούς ως δολοφόνους του πατέρα του.
Ο Σχινάς κατά την περίοδο της κράτησής του.


«Η ανάμιξις της αειμνήστου Βασιλίσσης Όλγας […] είναι σαφής απόδειξις ότι ευθύς αμέσως εισέδυσεν εις το πνεύμα της η υπόνοια ότι οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος ευρίσκοντο πιθανώτατα ενταύθα και ήσαν πρόσωπα ισχυρά προ των οποίων θα εκάμπτετο και θα έκυπτεν η δικαιοσύνη. Προς διαλεύκανσιν του μυστηρίου η αξιοπρεπής και αγέρωχος Βασίλισσα, δεν εδίστασε να εισδύση μέχρι και αυτού του αθλίου δωματίου της ειρκτής και να αντικρίζη κατά μόνας τον απαίσιον δολοφόνον του πεφιλημένου συζύγου της» θα παρατηρήσει, αργότερα, ο Λ. Παρασκευόπουλος.

Εξάλλου, και ο Γεννάδιος Χατζηαποστόλου, που υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κατόπιν παράκλησης της Όλγας είχε επισκεφθεί τον Αλ. Σχινά στο κελί του για να τον εξομολογήσει, θα γράψει το 1962: «Δις επεσκέφθην τον δολοφόνον, εντός μιας και της αυτής εβδομάδος, ευρόν δε τούτον κείμενον εντός ιδιαιτέρου δωματίου επί της τοποθετημένης επί του εδάφους σούστας κλίνης, και έχοντα πλησίον του πτυελοδοχείον δια τα πτύελά του, διότι ούτος ήτο φυματικός διανύων το δεύτερον στάδιον της ασθενείας ταύτης. […] [Ο Σχινάς] είπε ότι διεπνέετο […] υπό τοιούτων αρχών (σ.σ.: αναρχικών), αίτινες αποτελούσι την αιτίαν του εγκλήματος, αφορμή όμως της εκτελέσεως τούτου υπήρξε η επιδειχθείσα αστοργία και σκληρότης του Βασιλέως, έναντι των εκ της πενίας και δυστυχίας δεινοπαθημάτων του. […] Μήπως υπό την πρόφασιν ταύτην, υποκρύπτεται άλλος σκοπός και εγένεσο όργανον ξένης προπαγάνδας, γείτονος Κράτους ή άλλης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Ευρωπαϊκής Δυνάμεως και προέβης εις το αποτρόπαιον έγκλημα με την βεβαιότητα, ότι εκλείποντος του αγρύπνου φρουρού της Μακεδονικής πρωτευούσης, Βασιλέως Γεωργίου, θα επέλθη ανατροπή της πολιτικής καταστάσεως και θα εξυπηρετηθώσι τα συμφέροντα ξένων ισχυροτέρων ίσως δυνάμεων; Τότε ούτος επικαλούμενος θεούς και δαίμονας απέκρουε πάσαν τοιαύτην πρόθεσίν του και ισχυρίζετο ότι κατά τη γνώμη του είναι περιττοί οι Βασιλείς, τρεφόμενοι εκ του ιδρώτος του πενομένου λαού, εκδηλών τρόπον τινά αναρχικάς και αντικαθεστωτικάς ιδέας. […] Η σχηματισθείσα τότε γνώμη μου, την οποία και διετύπωσα εις την αείμνηστον Βασίλισσαν είναι ότι ο απαίσιος κακούργος ήτο αναρχικός και ως τοιούτος ίσως να εχρησίμευσεν ως όργανον ξένης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Δυνάμεως. […] Παρά την διακρίνουσαν δε αυτόν ευστροφίαν πνεύματος, περιείρχετο εις πολλάς και διαφόρους αντιφάσεις».

Καθώς, όμως, οι ανακρίσεις προχωρούσαν, ένα «απρόοπτο» γεγονός έκλεισε για πάντα το στόμα Αλ. Σχινά: έπεσε από το παράθυρο του ανακριτικού γραφείου και σκοτώθηκε ακαριαία. Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν ομιχλώδεις. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν πως ο Αλ. Σχινάς εκπαραθυρώθηκε από αστυνομικούς, μετά από προσωπική εντολή του Κ. Ρακτιβάν ή του Πρίγκιπα Πέτρου, ενώ ορισμένοι άλλοι αναφέρουν ότι, στην πραγματικότητα και παρά την επίσημη ανακοίνωση, ο Αλ. Σχινάς εκτελέστηκε μυστικά σε κάποιο ερημικό σημείο, έξω από την πόλη. Τα ερωτηματικά γύρω από το θάνατό του μεγάλωσαν και από το γεγονός πως το πτώμα του εξαφανίστηκε και μια πληροφορία πως είχε ταφεί στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής αποδείχθηκε ανακριβής.


Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο, ο Β. Κανταρές δήλωνε για το θέμα: «Είμαι βέβαιος ότι ο Σχινάς δεν αυτοκτόνησε. Τον έριξε από το παράθυρο του διοικητηρίου ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής ύστερα από τις ανακοινώσεις που έκανε στη Βασίλισσα Όλγα. […] Όταν έφυγε η Βασίλισσα, δεν πέρασε πολλή ώρα και ο πρίγκιπας Νικόλαος μου ζήτησε τη δικογραφία» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 314).

Μετά τον θάνατο του Αλ. Σχινά, το τελευταίο στοιχείο που απέμενε και θα μπορούσε να οδηγήσει στους ηθικούς αυτουργούς -οι φάκελοι με το ανακριτικό υλικό- καταστράφηκε ολοσχερώς. Εκείνη την εποχή διαδόθηκε πως οι φάκελοι κάηκαν το 1914 όταν στο ατμόπλοιο «Ελευθερία», με το οποίο μεταφέρονταν στην Αθήνα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Αν και η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν έγκυρο ερευνητή ή ιστορικό, είναι βέβαιο ότι, σε κάθε περίπτωση, όλα τα σχετικά με τη δολοφονία έγγραφα εξαφανίστηκαν και έτσι χάθηκε κάθε αξιόπιστο στοιχείο που θα μπορούσε να διαλευκάνει την υπόθεση. Όσοι κρύβονταν στο σκοτάδι της υπόθεσης, μπορούσαν πλέον να είναι ήσυχοι…

Οι πολιτικές συνέπειες
Εν κατακλείδι και σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου επιδίωξε από την αρχή να «κλείσει» την υπόθεση της δολοφονίας στη βάση της θεωρίας του «μοναχικού και παράφρονα» δολοφόνου που έδρασε από, αποκλειστικώς, προσωπικά κίνητρα, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος των Γερμανών και των Αυστριακών.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με τον Ελ. Βενιζέλο.
Σε αυτή την περίπτωση, ήταν πολύ πιθανό να προκληθεί αναταραχή στον ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας και της βαλκανικής χερσονήσου, με την Θεσσαλονίκη να κινδυνεύει άμεσα. Οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι θα έσπευδαν να επωφεληθούν, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (πολεμικά πλοία των οποίων είχαν καταπλεύσει, εκείνη την εποχή, στο λιμάνι της πόλης), χωρίς προσχήματα πλέον, δεν θα δίσταζαν να επιβάλλουν τη θέλησή τους με τη «λογική των κανονιοφόρων».
Όμως, η στάση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού πρόσφερε μόνο προσωρινά πολιτικά και διπλωματικά οφέλη. Οι περισσότεροι ιστορικοί συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως αν ζούσε ο μετριοπαθής Γεώργιος, ο οποίος στο παρελθόν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς εθνικές κρίσεις, ενδεχομένως να μην είχε οδηγηθεί η χώρα στον Εθνικό Διχασμό και να ήταν διαφορετικές οι μετέπειτα εξελίξεις στο χώρο της Μικράς Ασίας.

Η απόπειρα δολοφονίας του 1898
Η δολοφονική επίθεση της 5ης Μαρτίου 1913 δεν ήταν η μοναδική που εκδηλώθηκε εναντίον του Γεωργίου Α’, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα του 1898, μερικούς μήνες μετά την ήττα των Ελληνικών στρατευμάτων στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Συγκεκριμένα, το απόγευμα της 14ης Φεβρουαρίου 1898, ο Βασιλιάς και η κόρη του Μαρία επέστρεφαν με τη βασιλική άμαξα στην Αθήνα, μετά από περίπατό τους στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Καθώς βρισκόταν στη θέση Ανάλατος, κατά μήκος της λεωφόρου Φαλήρου – Αθηνών (σημερινής λεωφόρου Συγγρού), η άμαξα δέχτηκε πυροβολισμούς από τον δημοτικό υπάλληλο Γ. Καρδίτση και τον Ι. Γεωργίου ή Κυριακό, που παραφυλούσαν στο σημείο. Οι σφαίρες δεν βρήκαν τον στόχο τους και τραυμάτισαν ελαφρά στο πόδι μόνο τον συνοδό της άμαξας.
Γκραβούρα εποχής, με τη σκηνή της απόπειρας.


Χαρακτηριστικό είναι το δίστηλο ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» την επόμενη μέρα: «Χθες περί την 3.30 μετά μεσημβρίαν ώραν η Α.Μ. ο Βασιλεύς μετά της Πριγκιπίσσης Μαρίας ανελθών εφ’ αμάξης ανακτορικής, με τον γνωστόν κυνηγόν του κ. Περικλή Νέρην επί της θέσεως του λακκέ, διηυθύνθη εις το Παλαιόν Φάληρον˙ εκεί κατελθών της αμάξης εντεύθεν του ξενοδοχείου Ξηροταγάρου, διηυθύνθη πεζή μετά της Πριγκιπίσσης μέχρι Πιρνόπουλου, όπου ο συνήθης περίπατος της Α. Μεγαλειότητος, ένθα συνήντησε την κυρίαν Κοντοσταύλου μετά τινός άλλης κυρίας και παρέμεινε μετ΄ αυτών φαιδρώς συνδιαλεγόμενος μέχρι της 5 και 10’, καθ’ ην επανελθών εις το μέρος όπου είχεν εγκαταλείψει την άμαξάν του εισήλθε μετά της Πριγκιπίσσης και διηυθύνθη προς Αθήνας, δια της αυτής οδού του Φαλήρου, ενώ η φέρουσα την κυρίαν Κοντοσταύλου άμαξα ηκολούθη εις απόστασιν ολίγων βημάτων. Δεν είχε όμως υπερβή η βασιλική άμαξα, ήρεμα βαδίζουσα, το ήμισυ της οδού, ότε περά την θέσιν Ανάλατος, ευρισκομένη μεταξύ του πρώτου σταθμού (εγκαταλελειμμένου ήδη) και της μικράς παράγκας της κειμένης επί της μεγάλης οδού και της διακλαδώσεως αυτής, ήτις οδηγεί εις το παρακείμενον νηματουργείον του κ. Μ. Καψάνη, δύο άνδρες φέροντες όπλα Γκρα, και κατερχόμενοι προς το δεξιόν της ανερχομένης αμάξης μέρος (το λεγόμενον της Κατσιποδούς), έστησαν αίφνης αποτόμως και λαβόντες στάσιν πυροβολούντος επυροβόλησαν αμφότεροι κατά της βασιλικής αμάξης, ανεπιτυχώς μεν κατ’ ευτυχίαν, κατά του Βασιλέως και της Πριγκιπίσσης, επιτυχόντες όμως δια δευτέρας και τρίτης επαναλήψεως των πυροβολισμών των, τον επί του εμπροσθίου μέρους καθήμενον κυνηγόν της Α. Μεγαλειότητος κ. Νέρην».


Οι δράστες συνελήφθησαν την επόμενη μέρα και στις 19 Μαρτίου καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε στις 27 Απριλίου του ίδιου έτους στις φυλακές Παλαμηδίου, στο Ναύπλιο.

Από την πλευρά τους, οι δράστες απέκρουσαν την κατηγορία ότι ήταν μέλη συνωμοτικής ομάδας και υποστήριξαν σθεναρά πως έδρασαν μεμονωμένα από αποκλειστικώς πατριωτικό φανατισμό (θεωρείται η εγκυρότερη ιστορική εκδοχή). «Ο Τύπος και ολόκληρος η κοινή γνώμη εγνώριζεν και έλεγεν ότι ο Βασιλεύς και οι υπουργοί του ήσαν οι αίτιοι του επαίσχυντου πολέμου. Απεφάσισα να εκδικήσω την προσβληθείσαν τιμήν της πατρίδος μου και δια τούτο εξετέλεσα την πράξιν», είπε ο Γ. Καρδίτσης κατά την απολογία του στη δίκη.

Αντίθετα, ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, όπως και στην περίπτωση της δολοφονίας του Γεωργίου, το 1913, υποστήριξε την άποψη της συνωμοσίας από εξωελληνικά κέντρα. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως οι δύο δράστες έδρασαν σύμφωνα με τις οδηγίες αξιωματικών του Γερμανικού Επιτελείου, έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις πως δεν θα έχουν συνέπειες για την πράξη τους. Ο Γ. Κορδάτος συμπληρώνει, ακόμα, ότι τις φήμες για σκηνοθετημένη απόπειρα διέδωσαν οι ίδιοι κύκλοι, επιδιώκοντας να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και τις διωκτικές αρχές.
Η εκκλησία του Αγίου Σώστη σήμερα.


Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι μία εβδομάδα μετά την απόπειρα, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση ναού στο σημείο, αφού όπως ανέφεραν ανακτορικοί κύκλοι «ο Θεός σώζει τον Βασιλέα και το Έθνος». Για την χρηματοδότηση του έργου, διενεργήθηκε από τους μητροπολίτες όλης της Ελλάδας έρανος μεταξύ των πιστών, με αποτέλεσμα ως τον Ιούνιο του 1901 να συγκεντρωθεί το ποσό των 74 χιλ. δραχμών και ο ναός να εγκαινιαστεί τον Νοέμβριο του 1902. Πρόκειται για τη γνωστή, σήμερα, εκκλησία του Αγίου Σώστη (Σωτήρος), που βρίσκεται στην περιοχή του Νέου κόσμου, στη λεωφόρο Συγγρού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου